ἀπόληψις: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόληψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολαμβάνω]] IV.) παραλαβή, [[μέλλησις]]… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· [[ἀπόκλεισις]], [[ἀποκώλυσις]], ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· [[ἐπίσχεσις]] ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ [[στάσις]] ἢ [[θέσις]] [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon. | |lstext='''ἀπόληψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολαμβάνω]] IV.) παραλαβή, [[μέλλησις]]… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· [[ἀπόκλεισις]], [[ἀποκώλυσις]], ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· [[ἐπίσχεσις]] ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ [[στάσις]] ἢ [[θέσις]] [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de couper (des troupes).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV)
A intercepting, cutting off, ὁπλιτῶν Th.7.54; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.; ὑδάτων Thphr.CP3.21.1; imprisonment, πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.; ἀ. ποδός constrained position, Hp.Art.62. b refutation, Gal.5.261. 2 reception, τῆς φιλίας Phld.D.3Fr.84, cf. Str.10.2.25. 3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44. 4 repayment, Phalar. Ep.27.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόληψις: -εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV.) παραλαβή, μέλλησις… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· ἀπόκλεισις, ἀποκώλυσις, ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· ἐπίσχεσις ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ στάσις ἢ θέσις αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couper (des troupes).
Étymologie: ἀπολαμβάνω.