ἀτάσθαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]] et pê *σθάλ-ος = <i>lat.</i> stol-idus, stul-tus.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάσθᾰλος Medium diacritics: ἀτάσθαλος Low diacritics: ατάσθαλος Capitals: ΑΤΑΣΘΑΛΟΣ
Transliteration A: atásthalos Transliteration B: atasthalos Transliteration C: atasthalos Beta Code: a)ta/sqalos

English (LSJ)

[ᾰτ], ον,

   A reckless, presumptuous, wicked, of men, ἀνέρα . . ἀ. ὀβριμοεργόν Il.22.418; ἀ. ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, etc.; so in Hdt., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀ. 8.109; ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀ. 9.116, cf. Him.Ecl.13.28, al.    2 of men's acts, words, etc., Τρωσὶν τῶν μένος αἰὲν ἀ. Il.13.634; λίην γὰρ ἀ. ὕβριν ἔχουσιν Od.16.86; ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλα Alc.Supp.27.11; λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀ. Hdt.7.35; ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀ. Id.3.80; πρῆγμα ἀ. ποιήσαντες ib.49; ἀ. οὐδὲν ἔρεξας Theoc.22.131.—Ep., Aeol., and Ion. word, used for comic effect by Strato Com.1.38; also in later Prose, Luc.Cont.3, Arr.An.6.27.4, etc.—In EM261.56 also ἀτασθάλεος, ον.

German (Pape)

[Seite 384] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Uebermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, ἀνήρ Od. 8, 166; ὕβρις 16, 86; μένος Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάσθᾰλος: [ᾰτ], ον: κακός, μοχθηρός, αὐθάδης, ὑβριστής, ἀνόσιος, ἄφρων, ἀκόλαστος, θρασύς, «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀτάσθαλος 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· λίην γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· πρῆγμα ἀτ. ποιήσαντες αὐτόθι 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 ὡσαύτως ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.
Étymologie: ἄτη et pê *σθάλ-ος = lat. stol-idus, stul-tus.