αὔξη: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔξη''': ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ [[φθίσις]] Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν [[αὐτόθι]] 509Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. [[διάστασις]], ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς [[μετὰ]] δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2. | |lstext='''αὔξη''': ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ [[φθίσις]] Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν [[αὐτόθι]] 509Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. [[διάστασις]], ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς [[μετὰ]] δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />croissance.<br />'''Étymologie:''' [[αὔξω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[φθίσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = αὔξησις, dub. l. in Hp.Nat.Puer.16, the form preferred by Pl.; σώματος αὔ. καὶ φθίσις R.521e; τὴν γένεσιν καὶ αὔξην καὶ τροφήν ib.509b, cf. Chrysipp.Stoic.2.157: also in pl., Pl.Phlb.42d. II dimension, ἡ τῶν κύβων αὔ. Id.R.528b.
German (Pape)
[Seite 394] ἡ, Zuwachs, Vergrößerung, καὶ τροφή Plat. Tim. 44 b; Ggstz φθίσις Rep. VII, 521 c; φθορά Legg. X, 894 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὔξη: ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ φθίσις Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν αὐτόθι 509Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. διάστασις, ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2.