γράω: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γράω''': [[τρώγω]], ῥοκανίζω, Καλλ. Ἀποσπ. 200, Γαλην. 5. 715· Κυπριακὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[βιβρώσκω]] (ἴδε Β β. t), πρβλ. Σανσκρ. gras (vorare)· [[ὁπόθεν]] καὶ [[γράστις]], Λατ. gramen (Ἀγγλ. grass, [[χόρτος]])· πρβλ. καὶ [[γραίνω]], [[γάγγραινα]]).
|lstext='''γράω''': [[τρώγω]], ῥοκανίζω, Καλλ. Ἀποσπ. 200, Γαλην. 5. 715· Κυπριακὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[βιβρώσκω]] (ἴδε Β β. t), πρβλ. Σανσκρ. gras (vorare)· [[ὁπόθεν]] καὶ [[γράστις]], Λατ. gramen (Ἀγγλ. grass, [[χόρτος]])· πρβλ. καὶ [[γραίνω]], [[γάγγραινα]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />manger, dévorer (… grailler).<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> grásate « dévorer ».
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράω Medium diacritics: γράω Low diacritics: γράω Capitals: ΓΡΑΩ
Transliteration A: gráō Transliteration B: graō Transliteration C: grao Beta Code: gra/w

English (LSJ)

   A gnaw, eat, Call.Fr.200: hence γρά· φάγε (Cypr.), Hsch.; γράσθι (imper.), Inscr.Cypr.144 H.(Golgoi). (Cf. γράστις, Skt. grásati 'devour'?)

German (Pape)

[Seite 506] = γραίνω, nagen, essen, Call. frg. 200.

Greek (Liddell-Scott)

γράω: τρώγω, ῥοκανίζω, Καλλ. Ἀποσπ. 200, Γαλην. 5. 715· Κυπριακὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ βιβρώσκω (ἴδε Β β. t), πρβλ. Σανσκρ. gras (vorare)· ὁπόθεν καὶ γράστις, Λατ. gramen (Ἀγγλ. grass, χόρτος)· πρβλ. καὶ γραίνω, γάγγραινα).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger, dévorer (… grailler).
Étymologie: DELG skr. grásate « dévorer ».