διαβιόω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· [[μετὰ]] μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.
|lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· [[μετὰ]] μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />passer sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβῐόω Medium diacritics: διαβιόω Low diacritics: διαβιόω Capitals: ΔΙΑΒΙΟΩ
Transliteration A: diabióō Transliteration B: diabioō Transliteration C: diavioo Beta Code: diabio/w

English (LSJ)

fut. -ώσομαι: aor. 2 -εβίων, inf. -βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, Hsch.): pf.

   A -βεβίωκα Isoc.9.70:—live through, pass, χρόνον Pl.Lg.730c; τὸν βίον Id.Men.81b; τὸν ἐνθάδε χρόνον Isoc.l.c.: abs., spend one's whole life, δ. δικαίως Pl.Grg.526a: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι X.Ap.3, Mem.4.8.4.    2 survive, Procop.Pers.2.5, al.    3 δ. ἀπὸ χρημάτων live on, Plu.Publ.3.

Greek (Liddell-Scott)

διαβῐόω: μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ μέχρι τέλους, διέρχομαι (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· μετὰ μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
passer sa vie.
Étymologie: διά, βιόω.