περιληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
|lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιληπτικός Medium diacritics: περιληπτικός Low diacritics: περιληπτικός Capitals: ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perilēptikós Transliteration B: perilēptikos Transliteration C: periliptikos Beta Code: perilhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6.    II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. -κῶς with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U.    2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. -ώτερος Procl.Inst.143 : Sup.-ώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.

German (Pape)

[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.

Greek (Liddell-Scott)

περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.