ἐπαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπηυλιζόμην, <i>ao.</i> ἐπηυλισάμην <i>et</i> ἐπηυλίσθην, <i>pf.</i> ἐπηύλισμαι;<br />passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : [[τῇ]] πόλει PLUT près de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐλίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυλίζομαι Medium diacritics: ἐπαυλίζομαι Low diacritics: επαυλίζομαι Capitals: ΕΠΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epaulízomai Transliteration B: epaulizomai Transliteration C: epavlizomai Beta Code: e)pauli/zomai

English (LSJ)

Dep. with aor. Med.,

   A encamp on the field, Th. 3.5,4.134; cf. αὐλίζομαι.    2 encamp near, τῇ πόλει Plu.Sull. 29.    3 pass the night, Hsch.    4 of birds, roost in, [αἰγείρῳ] A.R.3.929.

German (Pape)

[Seite 906] dabei im Zelte, im Felde liegen u. übernachten, sich dabei lagern; ἐπηυλίσαντο Thuc. 4, 134; τῇ πόλει, bei der Stadt, Plut. Syll. 29 u. öfter, wie D. Hal. u. Luc. Von Vögeln, Ap. Rh. 3, 929.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυλίζομαι: Ἀποθ. μετὰ μέσ. ἀορ., στρατοπεδεύω ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. αὐλίζομαι. 2) στρατοπεδεύω πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· καταλύω παρά τινι, διέρχομαι μετ’ αὐτοῦ τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπηυλιζόμην, ao. ἐπηυλισάμην et ἐπηυλίσθην, pf. ἐπηύλισμαι;
passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : τῇ πόλει PLUT près de la ville.
Étymologie: ἐπί, αὐλίζομαι.