μύωψ: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα [[ὅπως]] ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ [[μακράν]], «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. [[μυωπός]]. ΙΙ. οὐσ., [[μύωψ]], ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) [[κέντρον]], [[πτερνιστήρ]], Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[βούκεντρον]], Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς [[δάκτυλος]], παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) [[φυτόν]] τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.] | |lstext='''μύωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα [[ὅπως]] ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ [[μακράν]], «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. [[μυωπός]]. ΙΙ. οὐσ., [[μύωψ]], ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) [[κέντρον]], [[πτερνιστήρ]], Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[βούκεντρον]], Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς [[δάκτυλος]], παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) [[φυτόν]] τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωπος (ὁ) :<br />taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, <i>insecte ; p. anal.</i> éperon <i>ou</i> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὤψ)
A closing or contracting the eyes, as shortsighted people do, and so, shortsighted, Arist.Rh.1413a4, Pr.959a3, b38, Alex.Aphr.Pr.1.74. II as Subst. μύωψ [ῠ, but ῡ Nic.Th.417, 736], ωπος, ὁ, horse-fly, gadfly, Tabanus, ὀξυστόμῳ μύωπι A.Pr.675; βοηλάτην μ. Id.Supp.307, cf. Pl.Ap.30e, Arist.HA528b31, 552a29, al. 2 goad, spur, X.Eq.8.5; ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν to walk in spurs, Thphr.Char.21.8; προσθεῖναι τοὺς μ. Plb.11.18.4, cf. AP5.202 (Asclep.); ox-goad, βουσόος μ. Cerc.8.2, cf. Call.Fr.46, A.R.3.277. 3 metaph., stimulant, incentive, Luc.Cal.14, Am.2; τινος to a thing, ῥόμβον θιάσοιο μ. AP6.165 (Phal.); τὸν μύωπα ἐμβαλεῖν τινι Ach.Tat.7.4. 4 a plant growing in the Achelous, Ps.-Plu. Fluv.22.5. 5 the little finger, Sch.Opp.H.3.254.
German (Pape)
[Seite 225] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; βοηλάτης, Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2) Stachel, Sporn, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. kurzsichtig, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]
Greek (Liddell-Scott)
μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα ὅπως ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ μακράν, «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. μυωπός. ΙΙ. οὐσ., μύωψ, ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) κέντρον, πτερνιστήρ, Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· βούκεντρον, Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς δάκτυλος, παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) φυτόν τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, insecte ; p. anal. éperon ou aiguillon.
Étymologie: μύω, ὤψ.