ἕλος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕλος''': -εος, τό, [[τόπος]] χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ [[καθόλου]], «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ [[ἕλος]] Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ [[ὄνομα]] τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), [[ὡσαύτως]] τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως [[ἕλος]] (1. 20)˙ [[ὡσαύτως]] πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.) | |lstext='''ἕλος''': -εος, τό, [[τόπος]] χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ [[καθόλου]], «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ [[ἕλος]] Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ [[ὄνομα]] τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), [[ὡσαύτως]] τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως [[ἕλος]] (1. 20)˙ [[ὡσαύτως]] πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bas-fond, lieu humide et marécageux ; τὰ ἕλη plaines basses et humides de l’Égypte.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux th., cf. <i>skr.</i> sáras, i.-e. *selos. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A marsh-meadow, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483: generally, marshy ground, ἂν δόνακας καὶ ἕλος Od.14.474, cf. Hdt.1.191, Th.1.110, Inscr.Cypr.135.9 H. (Idalium), X.HG1.2.7, etc. 2 backwater, δάσκιον ἕ. A.R.2.1283.
German (Pape)
[Seite 802] τό, der Sumpf, stehendes Gewässer; καὶ λί. μναι Plat. Legg. VII, 824 b; nach den alten Gramm. bes. σύμφυτοι, σύνδενδροι τόποι; δάσκιον ἕλος Ap. Rh. 2, 1283; bei Hom. Niederung, Aue, wo Erlen u. dgl. wachsen u. Heerden weiden, Il. 4, 483. 20, 221 Od. 14, 474; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 976; Nonn. D. 1, 112. Auch Her. u. Thuc., τὰ ἕλη, von den Niederungen Aegyptens.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλος: -εος, τό, τόπος χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ καθόλου, «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ ἕλος Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), ὡσαύτως τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως ἕλος (1. 20)˙ ὡσαύτως πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
bas-fond, lieu humide et marécageux ; τὰ ἕλη plaines basses et humides de l’Égypte.
Étymologie: DELG vieux th., cf. skr. sáras, i.-e. *selos.