πεμπάς: Difference between revisions
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεμπάς''': -άδος, ἡ, = [[πεντάς]], [[ἐπίτριτος]] πυθμὴν πεμπάδι συζυγεὶς δύο ἁρμονίας παρέχεται Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 8 Βεκκῆρ.· ἀλλ’ ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 14, 2, γράφει πεντάδι. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] φέρεται πεμπτάς, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 104Α. [[οὕτως]] ὁ Schneidewin διορθοῖ πεμπάμερος (ἀντὶ πεμπτ-) Δωρικ. ἀντὶ [[πενθήμερος]], Πινδ. Ο. 5. 13. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐκ [[πέντε]] στρατιωτῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22, Ἑλλ. 7. 2, 6. | |lstext='''πεμπάς''': -άδος, ἡ, = [[πεντάς]], [[ἐπίτριτος]] πυθμὴν πεμπάδι συζυγεὶς δύο ἁρμονίας παρέχεται Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 8 Βεκκῆρ.· ἀλλ’ ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 14, 2, γράφει πεντάδι. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] φέρεται πεμπτάς, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 104Α. [[οὕτως]] ὁ Schneidewin διορθοῖ πεμπάμερος (ἀντὶ πεμπτ-) Δωρικ. ἀντὶ [[πενθήμερος]], Πινδ. Ο. 5. 13. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐκ [[πέντε]] στρατιωτῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22, Ἑλλ. 7. 2, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> le nombre cinq;<br /><b>2</b> groupe de cinq personnes <i>ou</i> de cinq choses.<br />'''Étymologie:''' [[πέμπε]] ; cf. [[πεντάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A the number five, Pl.R.546c, Phd.104a (πεμπτάς codd.), Plu.2.387e, Plot.6.3.11. II group of five, X.Cyr.2.1.22 and 24, HG7.2.6, Dam.Pr.203; cf.πεντάς. III fifth part, SIG57.35,39 (Milet., V B.C.).
German (Pape)
[Seite 553] (äol. statt πεντάς), ἡ, eigtl. äol. = πεντάς, aber auch att., die Zahl fünf, eine Anzahl von Fünfen; Plat. Rep. VIII, 546 c; Xen. Cyr. 2, 1, 22; Arist. pol. 5, 12 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπάς: -άδος, ἡ, = πεντάς, ἐπίτριτος πυθμὴν πεμπάδι συζυγεὶς δύο ἁρμονίας παρέχεται Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 8 Βεκκῆρ.· ἀλλ’ ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 14, 2, γράφει πεντάδι. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις ἐσφαλμένως φέρεται πεμπτάς, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 104Α. οὕτως ὁ Schneidewin διορθοῖ πεμπάμερος (ἀντὶ πεμπτ-) Δωρικ. ἀντὶ πενθήμερος, Πινδ. Ο. 5. 13. ΙΙ. σῶμα ἐκ πέντε στρατιωτῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22, Ἑλλ. 7. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 le nombre cinq;
2 groupe de cinq personnes ou de cinq choses.
Étymologie: πέμπε ; cf. πεντάς.