ὑπερμαχέω: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερμᾰχέω''': ([[μάχη]]) [[μάχομαι]] ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ [[ταῦτα]]... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ [[οὕτως]]... εἶσαι [[ὑπέρμαχος]] [[αὐτοῦ]] κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. [[ὑπερμάχομαι]]· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192. | |lstext='''ὑπερμᾰχέω''': ([[μάχη]]) [[μάχομαι]] ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ [[ταῦτα]]... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ [[οὕτως]]... εἶσαι [[ὑπέρμαχος]] [[αὐτοῦ]] κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. [[ὑπερμάχομαι]]· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />combattre pour, prendre la défense de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μάχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A fight for or on behalf of, πόλεως S.Ant.194, E.Ph. 1252, cf. J.AJ3.14.4; σὺ ταῦτα . . τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; dost thou fight thus for him against me? S.Aj.1346 (in Luc.Pisc.23, τούτου is prob. to be restored): abs., Id.JTr.17.
German (Pape)
[Seite 1198] für Einen streiten, ihn vertheidigen, τινός, Soph. Ant. 194; σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; gegen mich, Ai. 1325; Eur. Phoen. 1258; Sp., wie Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμᾰχέω: (μάχη) μάχομαι ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ ταῦτα... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ οὕτως... εἶσαι ὑπέρμαχος αὐτοῦ κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. ὑπερμάχομαι· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, μάχη.