θοίνη: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοίνη''': Δωρ. [[θοίνα]] (καὶ μεταγεν. θοῖνα, Μοῖρ.), ἡ, [[φαγητόν]], [[δεῖπνον]], [[εὐωχία]], [[συμπόσιον]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 114, Ἡροδ. 1. 119., 9. 82, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 530· θοίνῃς [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], Ἐπίχ. 99 Ahr. εἰς θ. καλεῖν τινα Εὐρ. Ἴωνι 1140· ἐπὶ θοίνην ἰέναι Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν Θ. Ἀρστ. Ἀποσπ. 508· σκευαζομένης Θ. Πλάτ. Θεαιτ. 178D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 14· ἐν θ. λέγειν τινά, θεωρῶ, ὑπολογίζω ὡς δαιτυμόνα, καὶ [[καθόλου]], «[[λογαριάζω]]», «[[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν», Πλάτ. Νόμ. 649Α· - μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 251Β, Φαίδρ. 236Ε· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39. (ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ θύω, [[θυσία]]· πρβλ. [[φοίνα]]). | |lstext='''θοίνη''': Δωρ. [[θοίνα]] (καὶ μεταγεν. θοῖνα, Μοῖρ.), ἡ, [[φαγητόν]], [[δεῖπνον]], [[εὐωχία]], [[συμπόσιον]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 114, Ἡροδ. 1. 119., 9. 82, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 530· θοίνῃς [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], Ἐπίχ. 99 Ahr. εἰς θ. καλεῖν τινα Εὐρ. Ἴωνι 1140· ἐπὶ θοίνην ἰέναι Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν Θ. Ἀρστ. Ἀποσπ. 508· σκευαζομένης Θ. Πλάτ. Θεαιτ. 178D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 14· ἐν θ. λέγειν τινά, θεωρῶ, ὑπολογίζω ὡς δαιτυμόνα, καὶ [[καθόλου]], «[[λογαριάζω]]», «[[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν», Πλάτ. Νόμ. 649Α· - μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 251Β, Φαίδρ. 236Ε· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39. (ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ θύω, [[θυσία]]· πρβλ. [[φοίνα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> festin, banquet : [[ἐν]] θοίνῃ λέγειν τινά PLAT compter qqn pour son hôte, <i>ou en gén.</i> tenir compte de qqn ; joie, plaisir;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture, pâture.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. θοίνα (later θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,
A meal, feast, Hes.Sc.114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr.530 (lyr.), B.Fr.18; τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995D50; θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; εἰς θ. καλεῖν τινα E.Ion 1140; ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr.247a; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht.178d, cf. Arist.Pol.1282a22; τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146 (Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg.649a: metaph., Id.Sph.251b, Phdr.236e, X.Cyr.4.2.39. II food, πτανοῖς E.Ion 504, cf. Tim.Pers.150; θ. παντοδαπή Parth.12.2. 2 feeding upon, c. gen., τῶν σαρκῶν Porph.Abst.2.47. (Cf. θῶσθαι.)
German (Pape)
[Seite 1213] ἡ, auch θοῖνα (verwandt mit θάω, θήσασθαι, vgl. auch coena, bei Ath. II, 40 c ὅτι διὰ θεοὺς οἰνοῦσθαι δεῖν ὑπελάμβανον), der Schmaus, das Gastmahl; Hes. Sc. 114; αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών Aesch. frg. 264; ὁσίαις θοίναις βουφόνοις, vom Opferschmause, Prom. 528; πάντα Δελφῶν λαὸν εἰς θοίνην καλῶν Eur. Ion 1140; in Prosa, ὅταν πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν Plat. Phaedr. 247 b; ἄκλητον ἐλθόντα ἐπὶ τὴν θοίνην Conv. 174 c; Epicharm. bei Ath. II, 36 d ἐκ μὲν θυσίας θοίνη, ἐκ δὲ θοίνης πόσις ἐγένετο; Sp. Auch = Speise für Menschen u. Thiere, βρέφος πτανοῖς ἐξώρισεν θοίναν Eur. Ion 514; τράπεζαν παντοδαπῆς θοίνης πλήσασα Parthen. 12. Uebertr., ὅθεν τοῖς νέοις θοίνην παρεσκευάκαμεν Plat. Soph. 251 b; Xen. Cyr. 4, 2, 39.
Greek (Liddell-Scott)
θοίνη: Δωρ. θοίνα (καὶ μεταγεν. θοῖνα, Μοῖρ.), ἡ, φαγητόν, δεῖπνον, εὐωχία, συμπόσιον, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 114, Ἡροδ. 1. 119., 9. 82, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 530· θοίνῃς μετὰ τὸ γεῦμα, Ἐπίχ. 99 Ahr. εἰς θ. καλεῖν τινα Εὐρ. Ἴωνι 1140· ἐπὶ θοίνην ἰέναι Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν Θ. Ἀρστ. Ἀποσπ. 508· σκευαζομένης Θ. Πλάτ. Θεαιτ. 178D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 14· ἐν θ. λέγειν τινά, θεωρῶ, ὑπολογίζω ὡς δαιτυμόνα, καὶ καθόλου, «λογαριάζω», «λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν», Πλάτ. Νόμ. 649Α· - μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 251Β, Φαίδρ. 236Ε· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39. (ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ θύω, θυσία· πρβλ. φοίνα).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 festin, banquet : ἐν θοίνῃ λέγειν τινά PLAT compter qqn pour son hôte, ou en gén. tenir compte de qqn ; joie, plaisir;
2 p. ext. nourriture, pâture.
Étymologie: θύω.