ἐλπιστικός: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλπιστικός''': -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον [[ἔρεισμα]] τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.
|lstext='''ἐλπιστικός''': -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον [[ἔρεισμα]] τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[οἱ]] ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l’espérance comme le seul soutien de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλπίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλπιστικός Medium diacritics: ἐλπιστικός Low diacritics: ελπιστικός Capitals: ΕΛΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elpistikós Transliteration B: elpistikos Transliteration C: elpistikos Beta Code: e)lpistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A producing expectation, Arist.Mem.449b12.    II οἱ ἐ. a sect who made hope the only stay of life, Plu.2.668e.

German (Pape)

[Seite 803] hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλπιστικός: -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον ἔρεισμα τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
οἱ ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l’espérance comme le seul soutien de la vie.
Étymologie: ἐλπίζω.