ἐνδελεχής: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδελεχής''': -ές, (ἴδε [[δολιχός]]), [[διηνεκής]], [[διαρκής]], μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· [[λειτουργία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· [[πόλεμος]] Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς [[περί]] τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται [[μετὰ]] τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε [[ἐντελέχεια]]. | |lstext='''ἐνδελεχής''': -ές, (ἴδε [[δολιχός]]), [[διηνεκής]], [[διαρκής]], μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· [[λειτουργία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· [[πόλεμος]] Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς [[περί]] τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται [[μετὰ]] τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε [[ἐντελέχεια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />continu, continuel;<br /><i>Sp.</i> ἐνδελεχέστατος.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[δολιχός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (v. δολιχός)
A continuous, perpetual, μνήμη Pl.Lg.718a; λειτουργία Isoc.15.156 (Sup.); πῦρ LXX 1 Es.6.24; θυσίαι Ph.2.569, 587; πόλεμος Plu.Per.19; of persons, plodding, persevering, φροντισταὶ σύντονοι καὶ ἐ. Phld. Oec.p.52 J., cf. Plu.Mar.13; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐ. perseverance, ib.6. Adv. -Χῶς Critias 19.5, Pl.R.539d, al., Diod.Com.1, Men.521, IG22.1028.33, LXXEx.29.38, Plu.Fab.19, etc.--Freq. confused with ἐντελεχής in codd., as Ph. l.c.
German (Pape)
[Seite 832] ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχής: -ές, (ἴδε δολιχός), διηνεκής, διαρκής, μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· λειτουργία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· πόλεμος Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς περί τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται μετὰ τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε ἐντελέχεια.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
continu, continuel;
Sp. ἐνδελεχέστατος.
Étymologie: DELG v. δολιχός.