ἐπαπειλέω: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαπειλέω''': [[ἐπισείω]] τι ὡς ἀπειλὴν [[πρός]] τινα, τινί τι: - οὐδ’ [[Ἀγαμέμνων]] λῆγ’ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Α. 319, πρβλ. Ὀδ. Ν. 127· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 6. 32 καὶ Σοφ. ἐν Αἴ. 312, κλ. 2) [[μετὰ]] δοτ. μόνον, ἀπειλῶ, «[[φοβερίζω]]», ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Ἰλ. Ν. 582. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπειλῶ ὅτι θὰ κάμω τι, Ἡρόδ. 1. 189, Σοφ. Ἠλ. 779, Ἀριστοφ. Ὄρν. 629· ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, ὥς ποτ’ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ’ ἀγορεύων Ἰλ. Ξ. 45, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 752. 4) καὶ ἐπαπειλεῖν, εἰ μὴ ποιήσαιεν [[ταῦτα]], ὅτι [[προσέτι]] καὶ ἠπείλει, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 7. 5) Παθ., πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι Σοφ. Ἀντιγ. 408. | |lstext='''ἐπαπειλέω''': [[ἐπισείω]] τι ὡς ἀπειλὴν [[πρός]] τινα, τινί τι: - οὐδ’ [[Ἀγαμέμνων]] λῆγ’ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Α. 319, πρβλ. Ὀδ. Ν. 127· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 6. 32 καὶ Σοφ. ἐν Αἴ. 312, κλ. 2) [[μετὰ]] δοτ. μόνον, ἀπειλῶ, «[[φοβερίζω]]», ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Ἰλ. Ν. 582. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπειλῶ ὅτι θὰ κάμω τι, Ἡρόδ. 1. 189, Σοφ. Ἠλ. 779, Ἀριστοφ. Ὄρν. 629· ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, ὥς ποτ’ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ’ ἀγορεύων Ἰλ. Ξ. 45, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 752. 4) καὶ ἐπαπειλεῖν, εἰ μὴ ποιήσαιεν [[ταῦτα]], ὅτι [[προσέτι]] καὶ ἠπείλει, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 7. 5) Παθ., πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι Σοφ. Ἀντιγ. 408. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />lancer une menace contre : τινί [[τι]] menacer qqn de qch ; [[πρός]] [[σου]] τὰ δείν’ ἐπηπειλημένοι SOPH menacés par toi de châtiments terribles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀπειλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A hold out as a threat to one, λῆγ' ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ' Ἀχιλῆϊ Il.1.319; ἀπειλάων τὰς -ησε Od.13.127, cf. Hdt.6.32; δείν' ἐ. ἔπη S.Aj.312, etc. 2 c. dat. only, threaten, ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Il.13.582. 3 c. fut. inf., threaten to do, Hdt.1.189, S.El. 779, Ar.Av.630: but the inf. is freq. omitted, ὥς ποτ' ἐπηπείλησεν as he threatened, Il.14.45, cf. S.Ant.752, Antim.24. 4 ἐ. εἰ μὴ . . X. An.6.2.7. 5 Pass., πρὸς σοῦ τὰ δείν' . . ἐπηπειλημένοι threatened, S.Ant.408.
German (Pape)
[Seite 904] drohen, τινί, Il. 13, 582 u. öfter. Einem Etwas androhen, ἔριν Ἀχιλῆϊ 1, 319; ἀπειλὰς Ὀδυσῆϊ Od. 13, 127; wie Her. 6, 32; ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη Soph. Ai. 312, τὴν ζημίαν Plat. Legg. IV, 719 e; absolut, Il. 14, 45; Soph. Ant. 752; Xen. An. 6, 2, 7; auch δείν' ἐπηπείλει τελεῖν Soph. El. 779, wie Her. 1, 189.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαπειλέω: ἐπισείω τι ὡς ἀπειλὴν πρός τινα, τινί τι: - οὐδ’ Ἀγαμέμνων λῆγ’ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Α. 319, πρβλ. Ὀδ. Ν. 127· οὕτως Ἡρόδ. 6. 32 καὶ Σοφ. ἐν Αἴ. 312, κλ. 2) μετὰ δοτ. μόνον, ἀπειλῶ, «φοβερίζω», ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Ἰλ. Ν. 582. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπειλῶ ὅτι θὰ κάμω τι, Ἡρόδ. 1. 189, Σοφ. Ἠλ. 779, Ἀριστοφ. Ὄρν. 629· ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, ὥς ποτ’ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ’ ἀγορεύων Ἰλ. Ξ. 45, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 752. 4) καὶ ἐπαπειλεῖν, εἰ μὴ ποιήσαιεν ταῦτα, ὅτι προσέτι καὶ ἠπείλει, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 7. 5) Παθ., πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι Σοφ. Ἀντιγ. 408.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lancer une menace contre : τινί τι menacer qqn de qch ; πρός σου τὰ δείν’ ἐπηπειλημένοι SOPH menacés par toi de châtiments terribles.
Étymologie: ἐπί, ἀπειλέω.