ἐπασσύτερος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπασσύτερος''': ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[κῦμα]]... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν [[ἐπασσύτερος]] φέρεν [[οὖρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, [[διηνεκής]], ἐπασσυτέρη βιότοιο [[χρησμοσύνη]], «[[ἀπορία]], [[πενία]], [[ἔνδεια]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ [[λέξις]] μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.
|lstext='''ἐπασσύτερος''': ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[κῦμα]]... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν [[ἐπασσύτερος]] φέρεν [[οὖρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, [[διηνεκής]], ἐπασσυτέρη βιότοιο [[χρησμοσύνη]], «[[ἀπορία]], [[πενία]], [[ἔνδεια]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ [[λέξις]] μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui se pressent l’un l’autre, qui se succèdent sans interruption.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐπανσύτερος, de [[ἐπί]], [[ἀνά]], [[σεύω]], -τερος.
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπασσύτερος Medium diacritics: ἐπασσύτερος Low diacritics: επασσύτερος Capitals: ΕΠΑΣΣΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: epassýteros Transliteration B: epassyteros Transliteration C: epassyteros Beta Code: e)passu/teros

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Ep.Adj.

   A one upon another, one after another, mostly in pl., ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Il.4.427; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί 8.[277]; σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι watchers sat one after another, i.e. at short distances, Od.16.366; τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. Hes.Th.716; ἐ. ποσὶν ἕρπον Nic.Th.717: and in sg., κῦμα . . ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.4.423.    II frequent, repeated, λυγμοί Nic.Th.246: with sg. word, ἐ. οὖρος, perh. following breeze or ever-freshening, A.R.1.579; and so ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη ever-growing penury, Id.2.472. (Perh. from ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-.)

German (Pape)

[Seite 906] nahe an einander, dichtgedrängt; κῦμα ἐπ., Welle auf Welle, Il. 4, 423; sonst im plur., σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, saßen einer neben dem andern, Od. 16, 366; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί, alle Einen auf den Andern warf er zur Erde, Il. 8, 277; θνῆσκον ἐπ., sie starben Einer nach dem Andern, in Menge, 1, 383; πέτρας πέμπον ἐπασσυτέρας Hes. Th. 716; sp. D., wie Nic. Th. 246 Opp. Cyn. 4, 181; auch von einzelnen Dingen, οὖρος Ap. Rh. 1, 579, vgl. 2, 472.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπασσύτερος: ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, κῦμα... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν ἐπασσύτερος φέρεν οὖρος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, διηνεκής, ἐπασσυτέρη βιότοιο χρησμοσύνη, «ἀπορία, πενία, ἔνδεια» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ λέξις μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se pressent l’un l’autre, qui se succèdent sans interruption.
Étymologie: p. *ἐπανσύτερος, de ἐπί, ἀνά, σεύω, -τερος.