ἐπιστομίζω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ([[στόμα]]) χαλινῶ, [[δαμάζω]] (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., [[ἀποστομίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· [[οἷον]] ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» [[Πολυδ]]. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ [[ἐπιστόμιον]] (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― [[ἀλλά]], ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ [[πρόσωπον]], «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12. | |lstext='''ἐπιστομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ([[στόμα]]) χαλινῶ, [[δαμάζω]] (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., [[ἀποστομίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· [[οἷον]] ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» [[Πολυδ]]. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ [[ἐπιστόμιον]] (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― [[ἀλλά]], ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ [[πρόσωπον]], «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> fermer la bouche à, <i>d’où</i><br /><b>1</b> museler, brider;<br /><b>2</b> voiler sa bouche avec la [[φορβειά]] ; obstruer <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> faire que qch tombe sur la bouche <i>ou</i> sur le nez de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -ῐῶ D.7.33: (στόμα):—bridle, curb, ἵππον cj. in Ph.1.85; [δελφῖνας] Philostr. Im.2.18: metaph., curb, bridle, τοὺς ἐχθρούς Ar.Eq.845, cf. D.7.33, Aeschin.2.110, Ep.Tit.1.11; τὴν Ἰουδαίων νεωτεροποιίαν J.AJ17.10.1; silence a speaker, Philostr. VS2.30, cf. Ph.2.191; οἷον ἐ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Plu.2.967b:—Pass., ἐπεστομίσθη Pl.Grg.482e. II. of flute-players, ἐ. ἑαυτὸν φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς put on the mouthpiece and flutes, Plu.2.713d; but ὁ αὐλὸς ἐ. Id.Alc.2: hence, gag, Luc.Merc. Cond.7. III. throw on his face, τινά Id.Pr.Im.10, Cal.12.
German (Pape)
[Seite 985] 1) ein Pferd mit dem Gebiß bändigen u. lenken, übertr. Einen zum Schweigen bringen, ihm das Maul stopfen, τοὺς ἐχθρούς Ar. Equ. 845; τοὺς τὴν εἰρήνην ἐκκλείοντας Aesch. 2, 110; ἐπιστομιεῖν ἔφη τοὺς ἀντιλέγοντας Dem. 7, 33; ἐπεστομίσθη Plat. Gorg. 482 e; Sp., wie Luc. Iov. Trag. 35; N. T. – 2) Luc. pro imag. 10 μηδὲ ὑπὲρ τὸν πόδα ἔστω τὸ ὑπόδημα, μὴ καὶ ἐπιστομίσῃ με, machen, daß man aufs Gesicht fällt, od. hindern; vgl. calumn. 12. – 3) φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς ἑαυτόν, den Mund damit versehen, Plut. Symp. 7, 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (στόμα) χαλινῶ, δαμάζω (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., ἀποστομίζω, κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· οἷον ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» Πολυδ. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ ἐπιστόμιον (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― ἀλλά, ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ πρόσωπον, «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12.
French (Bailly abrégé)
I. fermer la bouche à, d’où
1 museler, brider;
2 voiler sa bouche avec la φορβειά ; obstruer en gén.
II. faire que qch tombe sur la bouche ou sur le nez de qqn.
Étymologie: ἐπί, στόμα.