ἐπίκρανον: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκρᾱνον''': τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, [[κεφαλόδεσμος]], [[βαρύ]] μοι [[κεφαλᾶς]] [[ἐπίκρανον]] ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = [[κιονόκρανον]], ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ [[ἐπίκρανον]], [[ὅπερ]] ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους [[μᾶλλον]] οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D. | |lstext='''ἐπίκρᾱνον''': τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, [[κεφαλόδεσμος]], [[βαρύ]] μοι [[κεφαλᾶς]] [[ἐπίκρανον]] ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = [[κιονόκρανον]], ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ [[ἐπίκρανον]], [[ὅπερ]] ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους [[μᾶλλον]] οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bandelette <i>ou</i> coiffure;<br /><b>2</b> chapiteau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρανίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309. II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.
German (Pape)
[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bandelette ou coiffure;
2 chapiteau.
Étymologie: ἐπί, κρανίον.