ἔριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρῐον''': τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - [[ἔριον]], μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα [[αὐτόθι]] 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων [[τάλαντον]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, [[βάμβαξ]] (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ [[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]], ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ [[εἶναι]] προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na ([[ἔριον]])· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a ([[ἔριον]])· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)
|lstext='''ἔρῐον''': τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - [[ἔριον]], μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα [[αὐτόθι]] 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων [[τάλαντον]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, [[βάμβαξ]] (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ [[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]], ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ [[εἶναι]] προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na ([[ἔριον]])· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a ([[ἔριον]])· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> laine, toison de laine;<br /><b>2</b> <i>p. ext. ou p. anal.</i> εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔρος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔριον Medium diacritics: ἔριον Low diacritics: έριον Capitals: ΕΡΙΟΝ
Transliteration A: érion Transliteration B: erion Transliteration C: erion Beta Code: e)/rion

English (LSJ)

τό, Ion. εἴριον GDIiv p.876 (Chios, iv B. C., also written ἔρια ibid.), Hdt., Hp., and always in Hom. (indicating ἐρϝ-) exc. gen. ἐρίοιο in Od.4.124:—

   A wool, Il.12.434, Od.l.c., Pl.Smp.175d ; ἐρίῳ στέψαντες, i.e. with woollen fillets, Id.R.398a, etc.: freq. in pl., Il. 3.388, Od.18.316 ; εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά, greasy wool, Hp. Fract.21, Dsc.2.74 ; ἔρια καθαρά PCair.Zen.12.62 (iii B. C.); τἄρια, crasis for τὰ ἔ., Ar.Ra.1387 ; οὖλα ἔρια ib.1067 ; ἔ. πεπταμένα outspread flocks of wool, Id.Nu.343 ; ἐρίων τάλαντον Id.V.1147 ; τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3, cf. Amphis 27.1 ; εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton, Hdt.3. 47, cf. 106 ; τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης] a spider's web, Philostr.Im.2.28 ; τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ., of the byssus of the pinna, Alciphr.1.2. (ἔρια Schwyzer 180 (Crete) without initial ϝ-; Lat. vervex perh. not cogn.)

German (Pape)

[Seite 1030] τό, ion. u. ep. εἴριον (eigtl. dim. von ἔρος, εἶρος), die Wolle, Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, Baumwolle, Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς ἀράχνης, Philostr. imag. 2, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρῐον: τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - ἔριον, μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα αὐτόθι 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων τάλαντον ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, βάμβαξ (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ ἔριον τῆς ἀράχνης, ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ εἶναι προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na (ἔριον)· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a (ἔριον)· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 laine, toison de laine;
2 p. ext. ou p. anal. εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.
Étymologie: dim. de ἔρος.