ἠχέτης: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠχέτης''': -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], ἀχέτᾰ ([[ἠχέω]])· - καθαρῶς ἠχῶν, [[εὔηχος]], [[ὀξύφωνος]], Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· [[δόναξ]] [[ἀχέτας]] Αἰσχύλ. Πρ. 575· [[κύκνος]] Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα [[τέττιξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. [[αὐτόθι]] 213· καὶ ἀπολ., [[ἀχέτας]], ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην [[τέττιξ]], Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.
|lstext='''ἠχέτης''': -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], ἀχέτᾰ ([[ἠχέω]])· - καθαρῶς ἠχῶν, [[εὔηχος]], [[ὀξύφωνος]], Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· [[δόναξ]] [[ἀχέτας]] Αἰσχύλ. Πρ. 575· [[κύκνος]] Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα [[τέττιξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. [[αὐτόθι]] 213· καὶ ἀπολ., [[ἀχέτας]], ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην [[τέττιξ]], Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sonore ; <i>abs.</i> ὁ [[ἀχέτας]] <i>dor.</i> « l’insecte sonore », la cigale.<br />'''Étymologie:''' [[ἠχέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκανθίας]], [[βάβαξ]], [[λακέτας]], [[τέττιξ]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχέτης Medium diacritics: ἠχέτης Low diacritics: ηχέτης Capitals: ΗΧΕΤΗΣ
Transliteration A: ēchétēs Transliteration B: ēchetēs Transliteration C: ichetis Beta Code: h)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω)

   A clear-sounding, musical, shrill, δόναξ ἀχέτας A.Pr.575 (lyr.); κύκνος E.El.151 (lyr.); epith. of the cicada, chirping, ἠχέτα τέττιξ Hes.Op.582, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib.213 (Arch.): abs., ἀχέτας, ὁ, the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar.Pax1159 (lyr.), Av.1095 (lyr.), cf. Arist.HA532b16,556a20: Orph.A.1250 has Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait.

German (Pape)

[Seite 1180] ὁ, laut, hell tönend, nur in der Form ἀχέτας, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχέτης: -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω)· - καθαρῶς ἠχῶν, εὔηχος, ὀξύφωνος, Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· δόναξ ἀχέτας Αἰσχύλ. Πρ. 575· κύκνος Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα τέττιξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. αὐτόθι 213· καὶ ἀπολ., ἀχέτας, ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην τέττιξ, Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
sonore ; abs.ἀχέτας dor. « l’insecte sonore », la cigale.
Étymologie: ἠχέω.
Syn. ἀκανθίας, βάβαξ, λακέτας, τέττιξ.