θηλύνω: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλύνω''': ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα ;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· ([[θῆλυς]]). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, [[ἐκθηλύνω]], [[ἐκνευρίζω]], Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πραΰνω]], [[ἡσυχάζω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην [[στόμα]] (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· [[οὔπω]] ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα [[σημεῖον]] ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ. | |lstext='''θηλύνω''': ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα ;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· ([[θῆλυς]]). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, [[ἐκθηλύνω]], [[ἐκνευρίζω]], Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πραΰνω]], [[ἡσυχάζω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην [[στόμα]] (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· [[οὔπω]] ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα [[σημεῖον]] ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐθήλυνα, <i>pf.</i> τεθήλυγκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθηλύνθην, <i>pf.</i> τεθήλυσμαι;<br />efféminer, amollir, énerver ; <i>fig.</i> amollir : [[στόμα]] SOPH la dureté <i>ou</i> l’âpreté de la parole;<br /><i><b>Moy.</b></i> θηλύνομαι s’enorgueillir comme une femme : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Plu.2.999a: aor.
A ἐθήλῡνα E.Fr.360.29, Babr.Prooem.1.19, (ἐξ-) Str.5.4.13: pf. τεθήλῠκα Arist. ap. Stob.4.279M.:—Pass., aor. ἐθηλύνθην (v. infr.), (ἐξ-) D.H.14.8: pf. τεθήλυσμαι Hp.Aër.15, J.AJ 4.8.40, (ἐκ-) Gal.10.354; but -υμμαι (ἐκ-) Plb.36.15.2, Luc.DDeor. 5.3; 3sg. -υνται D.C.50.27; inf. -ύνθαι (ἐκ-) Plb.31.21.3: (θῆλυς):— make womanish, enervate, E. l.c.; τὴν ἡδονήν Plu. l.c.; τοὺς ἄνδρας Vett.Val.76.6; soften, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει AP10.4 (Marc.Arg.):— Pass., τῶν σωμάτων -ομένων X.Oec.4.2, cf. Porph.Abst.1.34; become soft, αἱ σάρκες -ονται Hp.Art.52; βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα S. Aj.651; οὔπω ἐθηλύνθης gav'st not yet a sign of yielding, AP5.250 (Iren.); θ. οἴκτοις ib.299 (Paul. Sil.); play the coquette, Bion 2.18; τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Theoc.20.14; muliebria pati, Vett.Val.7.26, al.: Astrol., of planets, Ptol.Tetr.20.—Rare in Att.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich (θῆλυς), weibisch machen, übertr., βαφῇ σίδηρος ἃς ἐθηλύνθην στόμα Soph. Ai. 636, d. i. ich wurde erweicht; vgl. ἐθηλύνθη λίνα Μοίρης, Nonn. D. 12, 214 u. Iren. 3 (V, 251); Ζέφυρος κῦμα θηλύνει M. Arg. 24 (X, 4); auch in Prosa, τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. Oec. 4, 2; vgl. Luc. Navig. 27. – Med. sich weibisch zieren, Bion. 7, 18, vgl. Theocr. 20, 14 τᾷ μορφᾷ θηλύνετο.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύνω: ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα ;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· (θῆλυς). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, ἐκθηλύνω, ἐκνευρίζω, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πραΰνω, ἡσυχάζω, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., γίνομαι μαλακός, αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην στόμα (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· οὔπω ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα σημεῖον ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐθήλυνα, pf. τεθήλυγκα;
Pass. ao. ἐθηλύνθην, pf. τεθήλυσμαι;
efféminer, amollir, énerver ; fig. amollir : στόμα SOPH la dureté ou l’âpreté de la parole;
Moy. θηλύνομαι s’enorgueillir comme une femme : τι de qch.
Étymologie: θῆλυς.