κατάδηλος: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάδηλος''': -ον, ἐντελῶς [[φανερός]], [[καταφανής]], [[ὁρατός]], τούτοις οὐ [[κατάδηλος]] ἦν ἡ [[μάχη]] ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· [[κατάδηλος]] [[γίγνομαι]], [[γίνομαι]] [[φανερός]], ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. [[μᾶλλον]]… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· [[μετὰ]] μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. [[εἶναι]] ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, [[Πολυδ]]. Ϛ', 207. | |lstext='''κατάδηλος''': -ον, ἐντελῶς [[φανερός]], [[καταφανής]], [[ὁρατός]], τούτοις οὐ [[κατάδηλος]] ἦν ἡ [[μάχη]] ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· [[κατάδηλος]] [[γίγνομαι]], [[γίνομαι]] [[φανερός]], ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. [[μᾶλλον]]… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· [[μετὰ]] μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. [[εἶναι]] ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, [[Πολυδ]]. Ϛ', 207. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très clair, très évident.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A manifest, visible, τούτοις οὐ κ. ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ . . ὄρους Th.4.44; κ. γενέσθαι to be discovered, Hdt.1.5, 3.68; κ. μᾶλλον . . τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Th.8.10; κατάδηλον ποιῆσαι make known, discover, Hdt.3.88, cf. Phld.Vit.Herc.1457.10: c. part., φυλάσσων κ. ἔσται S.OC1214 (lyr.); κ. γίγνονται προσποιούμενοι Pl.Ap.23d, etc.; κ. ὦσιν ὅτι... κ. ἔσται ὡς . ., Id.Prt.342b, 355b, cf. Arist.Top.109b2, Ep.Hebr.7.15, etc. Adv. -λως Poll.6.207.
German (Pape)
[Seite 1346] sehr deutlich, offenbar; σκαιοσύναν φυλάσσων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται Soph. O. C. 1216, es wird sich zeigen, daß er; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε, entdeckte, Her. 3, 88, vgl. 3, 68; οὐκοῦν ταῦτα πάντα τυγχάνει ὄντα κατάδηλα σαφῶς Plat. Rep. IV, 444 c; c. partic., κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι εἰδέναι Apol. 23 d; ὅτι, ὡς, Prot. 342 b 355 b. – Adv., Poll. 6, 207.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, καταφανής, ὁρατός, τούτοις οὐ κατάδηλος ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· κατάδηλος γίγνομαι, γίνομαι φανερός, ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. μᾶλλον… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· μετὰ μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. εἶναι ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, Πολυδ. Ϛ', 207.