κέδρινος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδρῐνος Medium diacritics: κέδρινος Low diacritics: κέδρινος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kédrinos Transliteration B: kedrinos Transliteration C: kedrinos Beta Code: ke/drinos

English (LSJ)

η, ον, (κέδρος)

   A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8.    2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36.    3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.