Κέρβερος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κέρβερος''': ὁ, ὁ [[πεντηκοντακέφαλος]] [[κύων]] τοῦ Ἅιδου, [[ὅστις]] ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο [[τρικέφαλος]] ἢ [[τρισώματος]], τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον [[αὐτόθι]] 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ [[κύων]] τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ [[Κέρβερος]] ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ [[ὄνομα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ [[ἴσως]] [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[Κιμμέριοι]]· πρβλ. [[Κερβέριοι]].
|lstext='''Κέρβερος''': ὁ, ὁ [[πεντηκοντακέφαλος]] [[κύων]] τοῦ Ἅιδου, [[ὅστις]] ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο [[τρικέφαλος]] ἢ [[τρισώματος]], τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον [[αὐτόθι]] 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ [[κύων]] τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ [[Κέρβερος]] ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ [[ὄνομα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ [[ἴσως]] [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[Κιμμέριοι]]· πρβλ. [[Κερβέριοι]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Cerbère, <i>chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt méditerranéen.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κέρβερος Medium diacritics: Κέρβερος Low diacritics: Κέρβερος Capitals: ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Transliteration A: Kérberos Transliteration B: Kerberos Transliteration C: Kerveros Beta Code: *ke/rberos

English (LSJ)

ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc.    II name of a bird, Ant.Lib.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρβερος: ὁ, ὁ πεντηκοντακέφαλος κύων τοῦ Ἅιδου, ὅστις ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ κάτω κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο τρικέφαλοςτρισώματος, τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον αὐτόθι 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ κύων τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ ἄνευ ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― Κατὰ τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Κέρβερος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ ὄνομα φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ ἴσως εἶναι συγγενὲς τῷ Κιμμέριοι· πρβλ. Κερβέριοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cerbère, chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers.
Étymologie: DELG emprunt méditerranéen.