κομπέω: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ [[μετὰ]] κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις [[αὐτόθι]] 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει [[καύχησις]], Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. [[ὅπως]]…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ [[κομπάζω]], σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.
|lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ [[μετὰ]] κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις [[αὐτόθι]] 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει [[καύχησις]], Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. [[ὅπως]]…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ [[κομπάζω]], σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire du bruit, résonner, retentir;<br /><b>2</b> parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH <i>ou</i> ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d’un mariage ; <i>avec une</i> prop. inf. vanter ce fait que EUR ; <i>Pass.</i> être vanté.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπέω Medium diacritics: κομπέω Low diacritics: κομπέω Capitals: ΚΟΜΠΕΩ
Transliteration A: kompéō Transliteration B: kompeō Transliteration C: kompeo Beta Code: *kompe/w

English (LSJ)

(κόμπος)

   A ring, clash, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινός Il.12.151.    2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.    II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4; κ. ἄλλως Hdt.5.41; ὡς σὺ κομπεῖς E.Or.571: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj.770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.    2 c. acc., boast of, κ. γάμους A.Pr.947:—Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.    3 c. acc. et inf., boast that... E.El.815; κ. ὅπως . . boast how... S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.

German (Pape)

[Seite 1479] tönen, lärmen, schallen; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει χαλκός, das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, großprahlen, aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.

Greek (Liddell-Scott)

κομπέω: (κόμπος) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, ἐπικρούω πήλινον ἀγγεῖον, ὅπως ἴδω μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― κόμπος. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ κομπάζω, κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις αὐτόθι 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει καύχησις, Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. ὅπως…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ κομπάζω, σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire du bruit, résonner, retentir;
2 parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH ou ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d’un mariage ; avec une prop. inf. vanter ce fait que EUR ; Pass. être vanté.
Étymologie: κόμπος.