στάμνος: Difference between revisions
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάμνος''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος». | |lstext='''στάμνος''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Hermipp.82.7, Eratosth. ap. Ath.11.499e, Ep.Hebr.9.4:—
A earthen jar or bottle for racking off wine (cf. κατασταμνίζω), Ar.Pl. 545, Fr.531, Hermipp. l.c., D.35.32: generally, jar, Hp.Epid.7.89; σ. μέλιτος LXX 3 Ki.12.24h; σ. χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα Ep.Hebr. l.c.; used to keep money in, IG11(2).287 A 76 (Delos, iii B.C.), PTeb. 46.35 (ii B.C.); as a ballot-box, Jahresh.23 Beibl.75 (Pygela, iv/iii B.C.); as a measure, τοῦ ἐλαίου SIG900.27 (Panamara, iv A.D.): ἀμφορέα· τὸν δίωτον στάμνον, Ἀττικῶς, στάμνον, Ἑλληνικῶς, Moer. p.44 P.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους ὀγδοήκοντα οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
Greek (Liddell-Scott)
στάμνος: ὁ, ὡσαύτως ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον ἀγγεῖον, εἰς ὃ συνήγετο ὁ οἶνος μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ πρᾶξις ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - καθόλου, «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ λέξις εἶναι ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος ἀμφορεύς. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο ὄνομα γένους καὶ ἀμφορεὺς ὄνομα εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑδρία. κάλπη. κάλαθος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cruche de terre pour le vin.
Étymologie: cf. ἵστημι.