πλακόεις: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰκόεις''': εσσα, εν, [[πλακώδης]] ἢ [[πλατύς]], Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. [[πλακοῦς]]. | |lstext='''πλᾰκόεις''': εσσα, εν, [[πλακώδης]] ἢ [[πλατύς]], Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. [[πλακοῦς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />plat ; ὁ [[πλακόεις]], <i>par contr.</i> ὁ [[πλακοῦς]] ([[ἄρτος]]) AR gâteau plat.<br />'''Étymologie:''' [[πλάξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.
German (Pape)
[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδης ἢ πλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr. ὁ πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.