προμανθάνω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προηγουμένως]], καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω [[προηγουμένως]], Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, [[συνηθίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538. | |lstext='''προμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προηγουμένως]], καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω [[προηγουμένως]], Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, [[συνηθίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προμαθήσομαι, <i>ao.2</i> [[προὔμαθον]], <i>etc.</i><br />apprendre d’avance ; <i>à l’ao.2</i> avoir appris d’avance, savoir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A learn beforehand, and (aor.) know beforehand, ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60, cf. Com.Adesp.785 (= Trag.Adesp.241); οὔτε π. οὐδὲν οὔτ' ἐπιμαθών Th.1.138: c. acc., learn gradually or by rote, ἄθλους προμαθεῖν E.Fr.912.10 (anap.); ᾆσμα Ar.Nu.966; μαθήματα Pl.Lg.643c: c. gen., dub. in Call.Fr.anon.205: c. inf., ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν τάδε (κακά Sch.) S.Ph.538.
German (Pape)
[Seite 733] (s. μανθάνω), vorher lernen, erfahren; τὸ μὴ προμαθεῖν, Pind. Ol. 8, 60; ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; Ar. Nubb. 953; προμεμαθηκέναι, Plat. Legg. I, 643 c; Thuc. 1, 138.
Greek (Liddell-Scott)
προμανθάνω: μανθάνω προηγουμένως, καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω προηγουμένως, Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· οὔτε πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, συνηθίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.
French (Bailly abrégé)
f. προμαθήσομαι, ao.2 προὔμαθον, etc.
apprendre d’avance ; à l’ao.2 avoir appris d’avance, savoir, acc..
Étymologie: πρό, μανθάνω.