Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκυρέω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) [[μετὰ]] μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) [[μετὰ]] μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> se trouver avec, se rencontrer par hasard ; avec un dat., rencontrer ; <i>fig.</i> rencontrer (une destinée, un sort, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> se rencontrer avec :<br /><b>1</b> <i>en parl. de lieux</i> atteindre à, toucher à, être contigu à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> échoir, arriver : τινι à qqn ; • <i>impers.</i> συνεκύρησε avec l’inf., il arriva que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κυρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρέω Medium diacritics: συγκυρέω Low diacritics: συγκυρέω Capitals: ΣΥΓΚΥΡΕΩ
Transliteration A: synkyréō Transliteration B: synkyreō Transliteration C: sygkyreo Beta Code: sugkure/w

English (LSJ)

aor. -εκύρησα and -έκυρσα (v. infr.):—

   A come together by chance, μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident, τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404; κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106; τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21; εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr.1172 (anap.).    2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε . . παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.    II of events and accidents, happen, occur, ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698; τάδε οἶδα . . τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15; σ. μοι ἡδονά E.Ion 1448 (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1; ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7, cf. Phld.Rh.1.132 S.; τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that... Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—Pass., τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Hdt.9.37 (nisi leg. συγκεκρημένον).    III of places, to be contiguous to, χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7, etc.; πρὸς τόπον Plu.Arist.11; Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25.    IV v. συγκύρω.

German (Pape)

[Seite 970] (s. κυρέω), von Personen, zusammentreffen, zusammengerathen, einander begegnen; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, Il. 23, 435, daß sie nicht an einander geriethen; τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ, Soph. O. C. 1404; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας, Eur. Andr. 1173; πόθεν μοι συνέκυρσ' ἀδόκητος ἡδονή; Ion 1448; von Schiffen, Her. 8, 87. 92; übh. sich zu gleicher Zeit ereignen, zutragen, c. int., 9, 10; τὰ συγκυρήσαντα, die Ereignisse, 1, 119. 8, 136; auch ungewöhnlich im pass., τὸ εἰς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, 9, 37. Oft bei Sp. : παρὰ δόξαν αὐτοῖς τῶν πραγμάτων συγκυρούντων, Pol. 5, 18, 6; δύο τὰ κάλλιστα συνεκύρησε τοῖς Ῥωμαίοις, 2, 20, 8; aber auch ἡ ἔξωθεν συγκυροῦσα ταύταις ταῖς χώραις θάλαττα, 3, 59, 7, das Meer, welches diese Länder berührt; so τὰ συγκυροῦντα πρὸς τὴν Μεσσηνίαν, Strab. 8, 3, 17; vgl. Plut. Aristid. 11; τοιῷδε τέλει συγκῦρσαι, Luc. philopatr. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠρέω: ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― συντυγχάνω, συμπίπτω, μήπως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· οὕτως ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· συντυγχάνω, ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, τῇδε συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) μετὰ μετοχ. ὡς τὸ τυγχάνω· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα νηῦς, ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ συμβαίνω, κατὰ τύχην συμβαίνω, ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε οἶδα... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη ὥστε νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· παρά τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· οὕτως ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, γειτνιάζω πρός τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. se trouver avec, se rencontrer par hasard ; avec un dat., rencontrer ; fig. rencontrer (une destinée, un sort, etc.);
II. se rencontrer avec :
1 en parl. de lieux atteindre à, toucher à, être contigu à, dat. ou πρός et l’acc.;
2 avec un suj. de chose échoir, arriver : τινι à qqn ; • impers. συνεκύρησε avec l’inf., il arriva que.
Étymologie: σύν, κυρέω.