ὑποκλέπτω: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269. | |lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l’objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A steal from under, ᾠά Dionys.Av.1.11; draw off superfluous humous, κατὰ μέρος ὑ. Alex. Trall.12.1, cf. 1.10, Febr.5,7; ὑ. ἑαυτόν steal away from another's company, Luc.DMeretr.10.3:— Pass., to be stolen away, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κλέπτεται Pi.N.9.33, cf. PFreib.11.6 (iii A. D.). 2 ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς suffer dishonour by stealth, S.El.114 (anap.). II keep secret, ἕλκος Musae.85; conceal from notice, ἐρευθιόωσαν παρειήν Id.161; εἰ διὰ βραχύτητα τοῦ πνεύματος ὑποκλέπτοι καὶ κωλύοι τὰ λεγόμενα muffle his words, Antyll. ap. Orib.6.10.7; ὑ. ὀπωπήν take a stolen look, AP5.220 (Paul. Sil.), cf. 289 (Id.); φιλίη ὑποκλεπτομένη ib. 266 (Agath.). 2 cheat, beguile, ζῆλόν τινος ib.268 (Id.). 3 Med., disregard, τὰς παρὰ μικρὸν διαφοράς Dam.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1220] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, ἕλκος Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλέπτω: μέλλ. -ψω, κλέπτω κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, διαφεύγω ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν αὐτοῦ, ταῦτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ ἀποκρύπτω ὥστε νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι αὐτόθι 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, ῥίπτω βλέμμα κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη αὐτόθι 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος αὐτόθι 269.
French (Bailly abrégé)
soustraire, dérober ; Pass. être volé, avec acc. de l’objet dérobé.
Étymologie: ὑπό, κλέπτω.