τρυγῳδός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγῳδός''': ([[τρύξ]], ᾠδὴ) [[κυρίως]] ὁ τὸ [[γλεῦκος]] ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον [[ὄνομα]] ἀντὶ [[κωμῳδός]], Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ [[διότι]] οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ [[διότι]] ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[γλεῦκος]], Σουΐδ.· ἢ [[διότι]] ἡ [[κωμῳδία]] ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - [[τρυγῳδός]], [[τρυγῳδία]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[κωμῳδός]], [[κωμῳδία]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἀντὶ [[τραγῳδός]], [[τραγῳδία]], εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296. | |lstext='''τρῠγῳδός''': ([[τρύξ]], ᾠδὴ) [[κυρίως]] ὁ τὸ [[γλεῦκος]] ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον [[ὄνομα]] ἀντὶ [[κωμῳδός]], Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ [[διότι]] οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ [[διότι]] ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[γλεῦκος]], Σουΐδ.· ἢ [[διότι]] ἡ [[κωμῳδία]] ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - [[τρυγῳδός]], [[τρυγῳδία]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[κωμῳδός]], [[κωμῳδία]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἀντὶ [[τραγῳδός]], [[τραγῳδία]], εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chanteur de comédies, poète comique.<br />'''Étymologie:''' [[τρύξ]], [[ᾠδή]], avec jeu de mot sur [[τραγῳδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (τρύξ, ᾠδή) prop.
A must-singer or lees-singer, = κωμῳδός, Ar.V.650 (anap.), 1537; v. τρυγῳδία.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγῳδός: (τρύξ, ᾠδὴ) κυρίως ὁ τὸ γλεῦκος ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον ὄνομα ἀντὶ κωμῳδός, Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ διότι οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ διότι ὡς βραβεῖον ἐδίδετο γλεῦκος, Σουΐδ.· ἢ διότι ἡ κωμῳδία ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - τρυγῳδός, τρυγῳδία εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ κωμῳδός, κωμῳδία· ἀλλ’ οὐδέποτε ἀντὶ τραγῳδός, τραγῳδία, εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chanteur de comédies, poète comique.
Étymologie: τρύξ, ᾠδή, avec jeu de mot sur τραγῳδός.