ὕπερθεν: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> d’en haut, <i>càd</i> du ciel, des dieux;<br /><b>2</b> en haut, au-dessus ; <i>fig.</i> plus ; avec un gén. : au-dessus de : [[ὕπερθεν]] [[εἶναι]] ἤ EUR être au-dessus de, <i>en mauv. part</i> pire que.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], -θεν. | |btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> d’en haut, <i>càd</i> du ciel, des dieux;<br /><b>2</b> en haut, au-dessus ; <i>fig.</i> plus ; avec un gén. : au-dessus de : [[ὕπερθεν]] [[εἶναι]] ἤ EUR être au-dessus de, <i>en mauv. part</i> pire que.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], -θεν. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[from]] [[above]], [[above]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
also ὕπερθε Il.5.503, Od.14.476, (ὕπερθ') A.Th.228 (lyr.), PHib. (v. infr.); Aeol. ὕπερθα A.D.Adv.193.13: Adv.: (ὑπέρ):—
A from above or (more freq.) merely above, τάφρος καὶ τεῖχος ὕ. Il.12.4, etc.: of the body, above, in the upper parts, ὕ. φοξὸς ἔην κεφαλήν 2.218; ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕ. 13.75, cf. 5.122; τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕ. πατρός Pi.P.2.48: rare in Prose, X.An.1.4.4, Mem.1.4.11, Sor. 1.18; τὸ ὕ. [τῆς γῆς] Arist.Mu.391b14; Ὀξυρύγχων πόλις ἡ ὕπερθε Μέμφεως PHib.1.95.5 (iii B. C.). 2 from heaven above, Od.24.344, h.Cer.13; i. e. from the gods, Il.7.101. 3 of Degree, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ' ὕ. sometimes yet more, S.OC1745 (lyr.). II c. gen., above, over, Pi.P.4.192, Simon.37.9, A.Ag.232 (lyr.), etc.; ὕ. μόχθων ἐγένεθ' got the better of... E.Ba.904 (lyr.); also ὕπερθεν ἢ . . above or beyond, i. e. worse than... Id.Med.650 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕπερθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ὕπερθε (ὕπερθ’ Ἰλ. Ε. 503. Αἰσχύλ. Θήβ. 228)· Αἰολ. ὕπερθα, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 606· Ἐπίρρ.· (ὑπέρ)· - ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἢ (συχνότερον) ἁπλῶς ὑπεράνω, τάφρος καὶ τεῖχος ὑπ. Ἰλ. Μ. 4, κλπ· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνω, κατὰ τὰ ἄνω μέρη, ὕπ. φοξὸς ἔην κεφαλὴν Β. 218, πρβλ. Ε. 122· ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπ. Ν. 75 τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ’ ὕπ. πατρὸς Πινδ. Π. 2. 88· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 4, 4, Ἀπομν. 1. 4, 11· τὸ ὕπ. [τῆς γῆς] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 2. 2) ἄνωθεν, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ἐκ τῶν θεῶν, Ἰλ. Η. 101, Ὀδ. Ω. 344, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 13. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ’ ὕπερθεν, χείρονα τῶν ἀπόρων, Σοφ. Ο. Κ. 1745. ΙΙ. μετὰ γεν., πλέον, ὑπεράνω, Πινδ. Π. 4. 342, Αἰσχύλ. Ἀγ. 232, κλπ.· ὕπ. γίγνομαί τινος, γίνομαι ἀνώτερός τινος, νικῶ τινα, Εὐρ. Βάκχ. 904· οὕτω καί, μόχθων δ’ οὐκ ἄλλος ὕπερθεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος (δηλ. χείρων) μόχθος κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 650.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 d’en haut, càd du ciel, des dieux;
2 en haut, au-dessus ; fig. plus ; avec un gén. : au-dessus de : ὕπερθεν εἶναι ἤ EUR être au-dessus de, en mauv. part pire que.
Étymologie: ὑπέρ, -θεν.