ἐπιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐπιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπιώρκησα, <i>pf.</i> ἐπιώρκηκα, <i>ion.</i> ἐπιόρκηκα;<br />faire un faux serment : πρὸς δαίμονος IL en prenant un dieu à témoin ; <i>avec</i> acc. : τοὺς θεούς, [[τι]] jurer faussement par les dieux, par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐπιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπιώρκησα, <i>pf.</i> ἐπιώρκηκα, <i>ion.</i> ἐπιόρκηκα;<br />faire un faux serment : πρὸς δαίμονος IL en prenant un dieu à témoin ; <i>avec</i> acc. : τοὺς θεούς, [[τι]] jurer faussement par les dieux, par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=fut. -ήσω: [[swear]] [[falsely]]; πρὸς δαίμονος, in the [[name]] of a [[divinity]], Il. 19.188†.
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιορκέω Medium diacritics: ἐπιορκέω Low diacritics: επιορκέω Capitals: ΕΠΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: epiorkéō Transliteration B: epiorkeō Transliteration C: epiorkeo Beta Code: e)piorke/w

English (LSJ)

also ἐφιορκέω IG22.1126.9 (Delph. Amphict.), OGI 229.69 (Smyrna, iii B.C.), etc.: fut.

   A -ήσω Il.19.188, Ar.Lys.914, etc., -ήσομαι (κατ-) D.54.40: aor. ἐπιώρκησα Id.49.67, inf. -ορκῆσαι Hdt. 4.68 (v.l. ἐφ-): pf. ἐπιώρκηκα Pl.Lg.948e, X.An.3.1.22, Din.1.47 (ἐπιόρκηκα is v.l. in Hdt.l.c.):—swear falsely, forswear oneself, οὐδ' ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Il.19.188: also, c.acc., of things sworn by, τὰς βασιληΐας ἱστίας ἐπιώρκηκε has sworn falsely by the royal hearth, Hdt.4.68; θεάς Din.1.47; [θεούς] Ar.Av.1609, X.An.2.4.7, D.49.67, etc.: mostly abs., Ar.Eq.298,428, Nu.402, Pl.Phlb.65c, etc.; οὐδὲν ἐφρόντιζ' ἐπιορκῶν D.21.119: c.acc.cogn., ἐ. ὅρκους τινί Id.49.65, cf.Aeschin.1.115; opp. εὐορκέω, Lexap.And.1.98, Cleanth.Stoic.1.131, Chrysipp.ib.2.63, who distinguishes betw. εὐορκεῖν and ἀληθορκεῖν, and betw. ἐπιορκεῖν and ψευδορκεῖν.    II. simply, = ὄμνυμι, swear, Sol. ap. Lys.10.17.

German (Pape)

[Seite 967] (fut. ἕπιορκήσομαι, doch ἐπιορκήσω Il. 19, 188; perf. ἐπιωρκηκότες Plat. Legg. XII, 949 a u. A.; ἐπιόρκηκα Her. 4, 68), falsch schwören, Ggstz εὐορκέω, Stob. fl. 28, 14. 15; πρὸς δαίμονος, bei einer Gottheit, Il. 19, 188; gew. absolut, Ar. Nub. 400; Plat. Phil. 65 c u. öfter; ὅρκους τινί Dem. 49, 65 u. A.; τὰς βασιληΐας ἑστίας, bei den königlichen Hausgöttern falsch schwören, Her. 4, 68; τὰς θεὰς ἐπιωρκηκώς Din. 1, 47; θεοὺς ἐπιορκεῖν = die Götter durch einen Meineid, Eidbruch beleidigen, Xen. An. 2, 4, 7. 3, 1, 22; ἐπιωρκήκασι 3, 2, 10; Ar. Av. 1609. – Im solonischen Gesetze bei Lys. 10, 17 erklärt es der Redner selbst durch ὄμνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιορκέω: ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 204 ἐφορκέω, καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφῇ αὐτόθι 1688. 9 ἐφιορκέω, ὡσαύτως καὶ ἐν Λυδ. Ἐπιγρ. αὐτόθι 3137. 78: μέλλ. -ήσω Ἰλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 914, κλπ., -ήσομαι (κατ-) Δημ. 1269. 24: ἀόρ. ἐπιώρκησα ὁ αὐτ. 1204. 20: ἀπαρ. -ορκῆσαι Ἡρόδ., κλπ.: πρκμ. ἐπιώρκηκα Πλάτ. Νόμ. 948Ε, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, ἐνίοτε γραφόμενον ἐπιόρκηκα ἐν Ἡροδ. 4. 68 (ἐπίορκος). Ὁρκίζομαι ψευδῶς, οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Ἰλ. Τ. 188· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τῶν πραγμάτων εἰς ἃ ὁρκίζεται τίς, τάς βασιληΐας ἑστίας ἐπιορκεῖν Ἡρόδ. 4. 68· τοὺς θεοὺς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1609, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7, Δημ. 1204. 20, κτλ.· τὸ πλεῖστον ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 298, 428, Νεφ. 402, Πλάτ. κλ.· οὐδὲν ἐφρόντιζεν ἐπιορκῶν Δημ. 553. 19· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. ὅρκους τινὶ ὁ αὐτ. 1203, ἐν τέλει, πρβλ. Αἰσχίν. 16. 20. κτλ. - Ἀντίθετον τῷ εὐορκέω. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 22, Κλεάνθ. παρὰ Στοβ. 196. 56, Χρύσιππ. αὐτόθι 58, ὅστις κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ εὐορκεῖν καὶ τοῦ ἀληθορκεῖν, καὶ μεταξὺ τοῦ ἐπιορκεῖν καὶ τοῦ ψευδορκεῖν: ἴδε ἐν λ. ἐξώλεια. ἐπόμνυμι. ΙΙ. ὠσαύτως ἁπλῶς = ὄμνυμι, ὁρκίζομαι. Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 34, ὃ ἴδε. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐπιορκήσω, ao. ἐπιώρκησα, pf. ἐπιώρκηκα, ion. ἐπιόρκηκα;
faire un faux serment : πρὸς δαίμονος IL en prenant un dieu à témoin ; avec acc. : τοὺς θεούς, τι jurer faussement par les dieux, par qch.
Étymologie: ἐπίορκος.

English (Autenrieth)

fut. -ήσω: swear falsely; πρὸς δαίμονος, in the name of a divinity, Il. 19.188†.