πλόος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br /><i>décl. att.</i> [[πλοῦς]], πλοῦ, πλῷ, πλοῦν ; <i>pl.</i> πλοῖ, <i>gén. inus.</i>, πλοῖς, [[πλοῦς]];<br /><b>1</b> navigation, traversée ; [[δεύτερος]] [[πλοῦς]] PLAT seconde traversée <i>en parl. d’une tentative renouvelée après un échec</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> temps <i>ou</i> vent favorable à la navigation.<br />'''Étymologie:''' [[πλέω]].
|btext=όου (ὁ) :<br /><i>décl. att.</i> [[πλοῦς]], πλοῦ, πλῷ, πλοῦν ; <i>pl.</i> πλοῖ, <i>gén. inus.</i>, πλοῖς, [[πλοῦς]];<br /><b>1</b> navigation, traversée ; [[δεύτερος]] [[πλοῦς]] PLAT seconde traversée <i>en parl. d’une tentative renouvelée après un échec</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> temps <i>ou</i> vent favorable à la navigation.<br />'''Étymologie:''' [[πλέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πλέω]]): [[voyage]], Od. 3.169†.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόος Medium diacritics: πλόος Low diacritics: πλόος Capitals: ΠΛΟΟΣ
Transliteration A: plóos Transliteration B: ploos Transliteration C: ploos Beta Code: plo/os

English (LSJ)

ὁ, Att. contr. πλοῦς; pl.

   A πλοῖ S.Ph.304, X.An.5.7.7; gen. πλῶν OGI132.9 (Egypt, ii B.C.); dat. πλοῖς Antipho 5.83; acc. πλοῦς Arist.Mete.362b24; later, a gen. sg. πλοός, as if of third declens. (cf. χοῦς A), Peripl.M.Rubr.62, OGI572.21 (Myra, ii/iii A.D.), X. Eph.1.14; dat. πλοΐ D.S.21.2: pl. πλόες Phot.; acc. πλόας IGRom. 4.841 (Hierapolis): (πλέω):—sailing, voyage, Od.3.169, Hdt. (who always has the disyll. form) 2.29, etc.; ἔσσεται Ἀγεάνακτι καλὸς π. ἐς Μιτυλάναν Theoc.7.52; ναῶν π. Pi.O.7.32; πλόον ὁρμαίνειν Od. l.c.; πλοῦν στεῖλαι, ποιεῖσθαι, S.Aj.1045, Ph.552; ἔξω πλόου out of one's course, Pi.P.11.39; ἐπ' ἡμέρας τέσσερας πλόος Hdt.2.29; μῆκός ἐστι πλόος ἡμέραι τέσσερες its length is four days' sail, ib.158; ἐκ τῶν πλόων when the voyage is done, Id.1.185: metaph., διὰ τοῦ πλοῦ . . τῆς ζωῆς Pl.Lg.803b.    2 time or tide for sailing, ὡραῖος π., εἰαρινὸς π., Hes.Op.630, 678; καιρὸς καὶ π. S.Ph.1450 (anap.); π. ἡμῖν ἐγίγνετο, i.e. the wind was fair, Antipho 5.24, cf. Th.1.137; π. ἐστί τινι E.Hec.899, IA92; παραπεσόντος π. τισί Plb.4.57.6; πλῷ χρήσασθαι to have a fair wind, Th.3.3; πλόον δοκάζων Sophr.52: pl., καλλίστοις ἐχρήσαντο πλοῖς Antipho 5.83.    3 prov., δεύτερος π. 'the next best way', of those who try another scheme if the first fails (from those who use oars when the wind fails, ὁ δ. π. ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις οὐρίου (cj.), κώπαισι πλεῖν Men.241), Pl.Phd. 99d, Phlb.19c, Plt.300c; δεύτερος δὲ π.... πειρᾶσθαι .. the next best thing is to try... Arist.Pol.1284b19; κατὰ τὸν δ. πλοῦν Id.EN1109a35; δ. ἂν εἴη π. τὸ . . Plb.8.36.6: prov., οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζάν ἐσθ' ὁ π. Nicol.Com.1.26, cf. Κόρινθος; ἡμέτερος ὁ π. 'our innings', Com.Adesp.274.    4 later, = ὁδός, βαιὸν π. αἰὲν ὀκέλλει, of the crawling of a serpent, Nic.Th.295, cf. Sch. ad loc.    b highway, ὑλήεντα διὰ πλόον ἐρχομένοισι Antim.62; ἔχοντα παρὰ πλόον οἰκίον Call.Hec.1.4.13.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, zsgzgn πλοῦς, die Schifffahrt; δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, Od. 3, 169; Hes. O. 632. 667; ναῶν πλόον εὐθύν, Pind. Ol. 7, 32, u. öfter, wie Tragg.; πλοῦν ἐστείλαμεν, wir machten die Seefahrt, Soph. Ai. 1024; τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι, Phil. 548; auch καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην, günstige Schifffahrt, 1437; Eur. oft; u. in Prosa: Her. 2, 29. 156; μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς πρὶν πλοῦς γένηται, Thuc. 1, 137; auch günstige Zeit, günstiger Wind zum Fahren, πλῷ χρησάμενοι, 3, 3, = εὔπλοια, wie καλλίστοις πλοῖς χρῆσθαι Antiph. 5, 83. – Sprichwörtl. δεύτερος πλοῦς, wenn es so nicht geht, doch auf die andere Weise, Plat. Polit. 300 b Phaed. 99 d; ἐπεὶ τοῦ μέσου τυχεῖν ἄκρως χαλεπόν, κατὰ τὸν δεύτερόν φασι πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπ τέον τῶν κακῶν, Arist. eth. 2, 9; Folgde. – Spätere Dichter brauchen das Wort auch von Landreisen, Nic. Ther. 195 u. Antimach. beim Schol. dazu, vgl. Lob. Phryn. 615. – Phot. führt auch den unregelmäßigen plur. πλόες an. auch der gen. sing. lautete bei Sp. πλοός, vgl. Lob. Phryn. 453.

Greek (Liddell-Scott)

πλόος: ὁ, Ἀττ. συνῃρ. πλοῦς· πληθ. πλοῖ Σοφ. Φιλ. 304, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 7· δοτ. πλοῖς Ἀντιφῶν 139. 13· αἰτ. πλοῦς Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5. 16· ― παρὰ μεταγεν. ἔχομεν ἐν. γεν. πλοός, ὡς εἰ ἦν τριτόκλιτον, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 176, Ξεν. Ἐφ. 1. 14, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 1· δοτ. πλοῒ Διοδ. Ἐκλογ. 489. 21· πληθ. πλόες, Φώτ., αἰτ. πλόας Συλλ. Ἐπιγρ. 3920· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 453· (πλέω) Τὸ πλέειν, πλοῦς, ταξίδιον διὰ θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 169, Ἡρόδ. (ὅστις πανταχοῦ ἔχει τὸν δισύλλαβον τύπον) 2. 29 κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ναῶν πλ. Πινδ. Ο. 7. 57· πλόον ὁρμαίνειν Ὀδ., ἔνθ’ ἀνωτ.· πλοῦν στέλλειν, ποιεῖσθαι Σοφ. Αἴ. 1045, Φίλ. 552· ἢ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, «ἢ ἄνεμός με τοῦ πλοῦ παρέσφαλεν;» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 11. 60· ἐπὶ ἡμέρας δ’ πλόος Ἡρόδ. 2. 29· μῆκός ἐστι πλόος ἡμέραι δ΄, τὸ μῆκος εἶναι πλοῦς τεσσάρων ἡμερῶν, αὐτόθι 158· ἐκ τῶν πλόων, μετὰ τὸ ταξίδιον, ὁ αὐτ. 4. 185· ― μεταφ., διὰ τοῦ πλοῦ... τῆς ζωῆς Πλάτ. Νόμ. 803Β. 2) = εὔπλοια, ὡραῖος πλ., εἰαρινὸς πλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628, 663, 676· καιρὸς καὶ πλοῦς Σοφ. Φιλ. 1450· πλοῦς γίγνεται, δηλ. γίνεται εὐνοϊκὸς ἄνεμος, Ἀντιφῶν 132, 19, Θουκ. 1. 137· πλ. ἐστί τινι Εὐρ. Ἑκάβ. 899, Ι. Α. 92· παραπίπτει τινὶ Πολύβ. 4. 57, 6· πλῷ χρῆσθαι, ἔχειν καλὸν καιρόν, Θουκ. 3. 3· καλλίστοις πλοῖς χρῆσθαι Ἀντιφῶν 139. 12. 3) παροιμ. δεύτερος πλοῦς, δευτέρα ἐπιχείρησις ἐπὶ τῶν δοκιμαζόντων δευτέραν ἐπιχείρησιν ὅταν ἡ πρώτη ἀποτύχῃ, ὁ δεύτερος πλοῦς ἐστι λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι πλεῖν Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, Πλάτ. Φαίδων 99D, Φίληβ. 19C, Πολιτ. 300Β· δεύτερος δὲ πλοῦς..., πειρᾶσθαι..., κατὰ δεύτερον δὲ λόγον ἄριστος τρόπος εἶναι νὰ δοκιμάσῃ τις..., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 23· κατὰ τὸν δ. πλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 4· δ’ ἂν εἴη πλοῦς τό..., Πολύβ. 8. 2, 6· ― παροιμ., οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζαν ἔσθ’ ὁ πλοῦς Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 26. 4) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ ὁδοιπορίας κατὰ ξηρὰν (πρβλ. πλέω Ι. 2), Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 615· ἐπὶ τῆς ἑρπύσεως ὄφεως, Νικ. Θηρ. 295.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
décl. att. πλοῦς, πλοῦ, πλῷ, πλοῦν ; pl. πλοῖ, gén. inus., πλοῖς, πλοῦς;
1 navigation, traversée ; δεύτερος πλοῦς PLAT seconde traversée en parl. d’une tentative renouvelée après un échec;
2 p. ext. temps ou vent favorable à la navigation.
Étymologie: πλέω.

English (Autenrieth)

(πλέω): voyage, Od. 3.169†.