μαρτύριον: Difference between revisions
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
(Bailly1_3) |
(sl1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />témoignage, preuve : [[μαρτύριον]] [[δέ]], <i>avec</i> [[γάρ]] <i>dans la prop. suiv.</i>, et la preuve, c’est que, et comme preuve.<br />'''Étymologie:''' [[μάρτυς]]. | |btext=ου (τό) :<br />témoignage, preuve : [[μαρτύριον]] [[δέ]], <i>avec</i> [[γάρ]] <i>dans la prop. suiv.</i>, et la preuve, c’est que, et comme preuve.<br />'''Étymologie:''' [[μάρτυς]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>μαρτῠριον</b><br /> <b>1</b>[[evidence]] c. gen. [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]], ἐπέψαυσαν (I. 4.10) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A testimony, proof, πρῶτον καὶ μέγιστον μ. Hdt. 2.22, cf. Pi.I.4(3).10, etc.: freq. in pl., μαρτύρια θέσθαι Hdt. 8.55, cf. A. Ag.1095 (lyr.), Eu.485, 797; μετ' ἀειμνήστου μ. Th. 1.33; μαρτύριον δέ... folld. by γάρ, here is a proof, namely... ib.8, etc.; μέγα τόδε μ., . . γάρ Hdt.8.120. II τὰ μ. the tables of the Decalogue, LXX Le. 16.13, al. III shrine of a martyr, Aët. 15.15 (a) Z., POxy.941.4 (vi A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, ἀπόδειξις, Ἡρόδ. Πινδ. Ι. 3 (4). 16, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μαρτύρια παρέχεσθαι, παρέχεσθαι ἀποδείξεις, Ἡρόδ. 2. 22· θέσθαι ὁ αὐτ. 8. 55, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1095, Εὐμ. 485, 797· μετ’ ἀειμνήστου μ. Θουκ. 1. 33. 2) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συχνάκις μαρτύριον δέ..., ἀκολουθοῦντος τοῦ γάρ, - καὶ ἰδοὺ ἀπόδειξις, δηλαδή..., Ἡρόδ. 8. 120, Θουκ. 1. 8, κτλ.· πρβλ. τεκμήριον, σημεῖον. ΙΙ. τὰ βασανιστήρια ἃ ὑπέστη ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὁ μάρτυς καὶ ὁ θάνατος αὐτοῦ, Ἰγνάτ. 645A, Μαρτύρ. Πολυκ. 1029Β, 1044A, Κλήμ. Α. Ι, 1020C, 1213C, κλ. 2) ὁ τόπος, ἔνθα τὰ λείψανα μάρτυρος διατηροῦνται, μάρτυρος τάφος, ἱερόν, «προσκύνημα», Συλλ. Ἐπιγρ. 8616, -54, 8841-3. 3) = μαρτυρολόγιον, βιβλίον περιέχον τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ὑπὲρ πίστεως μαρτυρησάντων, Σύνοδ. Νικ. ΙΙ, 861D, Κ. Πορφυρ. Θεμ. 16, 20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
témoignage, preuve : μαρτύριον δέ, avec γάρ dans la prop. suiv., et la preuve, c’est que, et comme preuve.
Étymologie: μάρτυς.
English (Slater)
μαρτῠριον
1evidence c. gen. ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν (I. 4.10)