μύρτος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(Bailly1_3) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> myrte, arbrisseau;<br /><b>2</b> branche de myrte;<br /><b>3</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύρτον]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> myrte, arbrisseau;<br /><b>2</b> branche de myrte;<br /><b>3</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύρτον]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[μύρτος]]<br /> <b>1</b>[[spray]] of [[myrtle]] [[ἔνθα]] λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, [[ὅτι]] μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) (I. 4.70) ἀν] δησάμεναι πλοκάμους [[μύρτων]] ὑπ [Πα. 13a. 17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 17 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A myrtle, Myrtus communis, Simon.10 (pl.), Scol.11, IG 5(2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), etc. II twig or spray of myrtle, Pi.I.4(3).70; στέφανος μύρτων Ar.Ra.330 (lyr.). III = μύρτον 1, Gp.11.8. 2 = μύρτον 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, der Myrthenbaum; λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, mit Marthen umkränzt, Pind. I. 3, 88; ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω heißt es in einem bekannten Skolion, worauf Ar. Lys. 632 anspielt.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτος: ἡ, μυρσίνη, «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. κλάδος ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 myrte, arbrisseau;
2 branche de myrte;
3 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: cf. μύρτον.
English (Slater)
μύρτος
1spray of myrtle ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, ὅτι μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) (I. 4.70) ἀν] δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ [Πα. 13a. 17.