ὄχος: Difference between revisions
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὄχος]], τό; [[ὄκχος]], ὁ</b> (cf. [[ὄχημα]])<br /> <b>1</b>[[chariot]], esp. [[mule]] [[chariot]]. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ?[[κῶμος]], the [[procession]] in [[honour]] of Psaumis' [[mule]] [[chariot]]) (O. 4.11) [[ὑπέδεκτο]] δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., of the [[chariot]] of [[song]], [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24) | |sltr=[[ὄχος]], τό; [[ὄκχος]], ὁ</b> (cf. [[ὄχημα]])<br /> <b>1</b> [[chariot]], esp. [[mule]] [[chariot]]. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ?[[κῶμος]], the [[procession]] in [[honour]] of Psaumis' [[mule]] [[chariot]]) (O. 4.11) [[ὑπέδεκτο]] δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., of the [[chariot]] of [[song]], [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ϝέχω)
A carriage, used by Hom. in heterocl. neut. pl. ὄχεα, τά, even of a single chariot, ἐξ ὀχέων Il.4.419, etc. (so Pi.O.4.13, P.9.11); and in poet. dat. ὄχεσφι, -φιν, σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφι Il.4.297, cf. 5.28, 107, etc.: later also in masc. pl., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν h.Cer. 19; ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις, of the Scythian wagons, A.Pr.710, cf. E. Andr.1019 (lyr.), Supp.676, al.: also in sg., Pi.O.6.24 (in poet. form ὄκχοσ, A.Ag.1070, Hdt.8.124, Critias 2.3: periphr., ἁρμάτων ὄχος or ὄχοι, = ὄχημα, E.Hipp.1166, IT370, Ph.1190; ὄ. ταχυήρης, of a ship, A.Supp.32 (anap.). 2 τρόχαλοι ὄχοι the swift or round bearers of the chariot, i.e. the wheels, E.IA146 (anap.). II anything which holds, λιμένες νηῶν ὄχοι roadsteads for ships, harbours, Od.5.404, Orph.A.1200. 2 νεῦρα τῆς ὑστέρης τὰ καλεόμενα ὄχοι Hp.Mul.2.204 (v.l. ὄσχοι); cf. ὀχεύς 1.4. III perh. = ὀχετός, μισθωτοῖς τοὺς ὄ. ἀνακαθάρασι τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ IG11(2).203 A 33 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, Alles was hält, festhält, Halter, νηῶν ὄχοι, die Halter od. Schützer der Schiffe, Od. 5, 404. – Gew. wie τὸ ὄχος, aber in der Regel im sing., der Wagen, Aesch. Ag. 1040 u. öfter; auch vom Schiffe, Suppl. 32; ὄχου παραστείχοντα τηρήσας, neben dem Wagen, Soph. O. R. 808, wie El. 698. 717; Eur. öfter; auch ἁρμάτων ὄχος, Hipp. 1166; u. so ist ἐξήλαυνον ἁρμάτων ὄχους Phoen. 1197 nicht = Wagenlenker, sondern = Wagen, od., wie τροχαλοὶ ὄχοι ἀπήνης, I. A. 146, = des Wagens runde Träger, die Räder; ἱππότης, Suppl. 660; πωλικός, I. A. 623; öfter im plur.; Her. 1, 124, u. einzeln bei Sp. Vgl. das dor. ὄκχος. τό (ἔχω), eigtl. das Tragende, gew. der Wagen, Hom., der, wenn man ὄχεσφιν auch für den plur. nimmt, immer den plur. für einen einzelnen Wagen braucht, ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Il. 4, 419, öfter, ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων 5, 47, öfter; ἵππους λύε – ἐξ ὀχέων 11, 621; ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο 5, 221; Pind. auch im plur., Ol. 4, 12 P. 9, 11; einzeln noch bei ap. D. nachgeahmt.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχος: ὁ, (ἔχω) τὸ φέρον τι, ὄχημα, Λατιν. vehiculum, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν ἑτεροκλ. οὐδ. πληθ. τύπῳ ὄχεα, τά, καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτι ἅρματος, ἐξ ὀχέων Ἰλ. Δ. 419, κτλ. (οὕτω Πινδ. Ο. 4. 20, Π. 9. 18)˙ καὶ ἐν ποιητ. δοτ. ὄχεσφι, -φιν, Ἰλ. Δ. 297., Ε. 28, 107, κλ.˙ ἀκολούθως καὶ ἀρσ. πληθυντ., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 19˙ ἐπ’ εὐκύκλοις ὄχοις, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 710, καὶ συχνότερ. παρ’ Εὐρ.˙ - ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 6. 40 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄκχος, ἴδε ἐν λ. ὄφις), Ἡρόδ. 8. 124, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070, κλ.˙ περίφρασις: ἅρματος ὄχος = ὄχημα, Εὐρ. Ἱππ. 1166, Ι. Τ. 370˙ - ὄχος ταχυήρης, ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 33˙ πρβλ. ὄχημα. 2) τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης, οἱ ταχεῖς, οἱ στρογγύλοι φορεῖς τῆς ἁμάξης, δηλ. οἱ τροχοί, Εὐρ. Ι. Α. 146, πρβλ. Φοιν. 1190. ΙΙ. τὸ περιέχον ἢ περιλαμβάνον τι, νηῶν ὄχοι, λιμένες, Ὀδ. Ε. 404, Ὀρφ. Ἀργ. 1198.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 réceptacle, abri : λιμένες νηῶν ὄχοι OD des ports qui retiennent ou abritent les navires;
2 tout ce qui sert à transporter, véhicule ; p. ext. char, navire.
Étymologie: ἔχω.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
char, d’ord. au plur. pour désigner un seul char.
Étymologie: ἔχω.
English (Autenrieth)
(1), εος (root ϝεχ, cf. veho), pl. dat. ὀχέεσσιν and ὄχεσφιν: only pl., car, chariot.
(2) (ἔχω): only pl., νηῶν ὄχοι, places of shelter for ships, Od. 5.404†.
English (Slater)
ὄχος, τό; ὄκχος, ὁ (cf. ὄχημα)
1 chariot, esp. mule chariot. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ?κῶμος, the procession in honour of Psaumis' mule chariot) (O. 4.11) ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., of the chariot of song, ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24)