πέτρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πέτρος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[rock]] [[μᾶκος]] δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις [[ὑπὲρ]] ἁπάντων (O. 10.72) οὐ τετραορίας γε πρὶν [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους sc. Alkyoneus (N. 4.29) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον tombstone (N. 10.67)
|sltr=[[πέτρος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rock]] [[μᾶκος]] δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις [[ὑπὲρ]] ἁπάντων (O. 10.72) οὐ τετραορίας γε πρὶν [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους sc. Alkyoneus (N. 4.29) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον tombstone (N. 10.67)
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτρος Medium diacritics: πέτρος Low diacritics: πέτρος Capitals: ΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: pétros Transliteration B: petros Transliteration C: petros Beta Code: pe/tros

English (LSJ)

ὁ (in later Poets ἡ, AP7.274 (Honest.), 479 (Theodorid.)),

   A stone (distd. from πέτρα, q. v.); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.16.734 ; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ 7.270, cf. 20.288, E.Andr.1128 (never in Od.); ἔδικε πέτρῳ Pi.O.10(11).72; ἄγαλμ' Ἀΐδα ξεστὸν π. ἔμβαλον στέρνῳ Id.N.10.67; νιφάδι γογγύλων πέτρων A.Fr.199.7; ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο Id.Pers.460; λευσθῆναι πέτροις S.OC435; πέτρους ἐπεκυλίνδουν X.HG3.5.20, etc.; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, to produce fire, S.Ph.296; of a boulder forming a landmark, Id.OC1595; τόνδ' ἀνέθηκα π. ἀειράμενος IG42(1).125 (Epid., iii B. C.).    2 prov., πάντα κινῆσαι πέτρον 'leave no stone unturned', E.Heracl.1002, cf. Pl.Lg.843a; of imperturbability, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT334, cf. E.Med.28.    II a kind of reed, Peripl.M.Rubr.65.—The usual Prose word is λίθος.

German (Pape)

[Seite 606] ὁ (vgl. πέτρα), bei Hom. nur in der Il. u. stets in der Bdtg Stein; öfter von πέτρα unterschieden, vgl. Buttm. Lexil. II p. 179; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, Il. 7, 270; λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, 16, 734, öfter; u. so Pind. ἔδικε πέτρῳ, Ol. 11, 75; N. 4, 28; ξεστὸν πέτρον, von einer Säule, 10, 67; Tragg. oft in der Bdtg Stein, z. B. zum Schleudern im Kampfe, Aesch. Spt. 658 Pers. 452; ἐν πέτροισιν πέτρον ἐκτρίβων, um Feuer zu machen, Soph. Phil. 296; λευσθῆναι πέτροις, O. C. 436, vgl. Ai. 715; aber auch = πέτρα, Fels, Phil. 272 O. C. 1591; πάντα κινῆσαι πέτρον, Eur. Heracl. 1002; u. in Prosa: πέτρον κινεῖν τὸν μέγιστον, Plat. Legg. VIII, 843 a; Xen. An. 7, 7, 54; Sp. Bei sp. D. auch fem. (wie ἡ λίθος), Theodorid. VII, 479 Onest. (VII, 274).

Greek (Liddell-Scott)

πέτρος: ὁ, λίθος, καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· οὐδέποτε ἐν Ὀδ.)· οὕτως, ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν πυρός, Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. Ἡρακλ. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ πέτρα, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ σπηλαίων, οἷον ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος πέτρος ἦτο σπήλαιον μᾶλλονὀγκώδης τις λίθος· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν πέτρος τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως θηλ., ὡς τὸ λίθος, Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ συνήθης παρὰ πεζογράφοις λέξις εἶναι λίθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pierre ; fig. comme synon. de dureté, d’insensibilité;
2 rar. c. πέτρα, rocher.
Étymologie: πέτρα.

English (Autenrieth)

piece of rock, stone. (Il.)

English (Slater)

πέτρος
   1 rock μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους sc. Alkyoneus (N. 4.29) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον tombstone (N. 10.67)