τρεῖς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[three]].
|auten=[[three]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>τρεῑς</b> ([[τρεῖς]], τρᾰῶν, [[τρεῖς]]; τρᾰα nom., acc.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[three]] [[μετὰ]] τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus [[den]] Worten nicht,” Wil.) (O. 1.60) [[τρεῖς]] τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πύργον ἐσαλλόμενοι [[τρεῖς]] (sc. δράκοντες) (O. 8.38) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38) θύγατρες αἱ [[τρεῖς]] (sc. Κάδμου) (P. 3.98) Ζηνὸς υἱοὶ [[τρεῖς]] (P. 4.171) [[πεντάκις]] [[Ἰσθμοῖ]] στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ [[τρεῖς]] (Hermann: [[τρίς]] codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) (N. 6.20) [[ἐπεί]] οἱ [[τρεῖς]] ἀεθλοφόροι πρὸς [[ἄκρον]] ἀρετᾶς [[ἦλθον]] (N. 6.23) εὐώνυμον ἐς δίκαν [[τρία]] ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) (N. 7.48) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου [[τρεῖς]] ἀπ' Ἰσθμοῦ (I. 6.61) [[εἴπερ]] τριῶν [[Ἰσθμοῖ]], Νεμέᾳ δὲ δυ [οῖν fr. 6a. h. [[τρία]] [[κρᾶτα]] fr. 8.] αν [[τρεῖς]] [(referring to the [[three]] lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3.. [[πέφνε]] δὲ [[τρεῖς]] καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135.] ον ἷκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 71 (45).
}}
{{Slater
|sltr=<b>τρεῑς</b> ([[τρεῖς]], τρᾰῶν, [[τρεῖς]]; τρᾰα nom., acc.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[three]] [[μετὰ]] τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus [[den]] Worten nicht,” Wil.) (O. 1.60) [[τρεῖς]] τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πύργον ἐσαλλόμενοι [[τρεῖς]] (sc. δράκοντες) (O. 8.38) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38) θύγατρες αἱ [[τρεῖς]] (sc. Κάδμου) (P. 3.98) Ζηνὸς υἱοὶ [[τρεῖς]] (P. 4.171) [[πεντάκις]] [[Ἰσθμοῖ]] στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ [[τρεῖς]] (Hermann: [[τρίς]] codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) (N. 6.20) [[ἐπεί]] οἱ [[τρεῖς]] ἀεθλοφόροι πρὸς [[ἄκρον]] ἀρετᾶς [[ἦλθον]] (N. 6.23) εὐώνυμον ἐς δίκαν [[τρία]] ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) (N. 7.48) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου [[τρεῖς]] ἀπ' Ἰσθμοῦ (I. 6.61) [[εἴπερ]] τριῶν [[Ἰσθμοῖ]], Νεμέᾳ δὲ δυ [οῖν fr. 6a. h. [[τρία]] [[κρᾶτα]] fr. 8.] αν [[τρεῖς]] [(referring to the [[three]] lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3.. [[πέφνε]] δὲ [[τρεῖς]] καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135.] ον ἷκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 71 (45).
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεῖς Medium diacritics: τρεῖς Low diacritics: τρεις Capitals: ΤΡΕΙΣ
Transliteration A: treîs Transliteration B: treis Transliteration C: treis Beta Code: trei=s

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τρία, τά: gen. τριῶν: dat. τρισί, also

   A τριοῖσι Hippon. 51, and τρίεσσι Delph.3(5).80.21 (iv B. C.); Aeol. τρίσσι Inscr.Perg. 245 B18 (Pitana): acc. τρεῖς (written τρες IG12.24.16, 44.15, 188.37, 1085, al.), τρία: Dor. nom. τρέες Leg.Gort.9.48; τρῆς IG12(3).1640 (Thera); τρῖς SIG236A10 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.23; acc. τρίινς Leg.Gort.5.54, al. (for Τρίνς, lengthd. to correspond with the other cases); τρῖς IG12.838,839 (vi B. C.), SIG239 D ii 28 (Delph., iv B. C.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene):—three, Il.15.187, etc.; τρία ἔπεα three words, prov. in Pi.N.7.48,—for from the earliest times three was a sacred and lucky number, esp. with the Pythagoreans (cf. τριάς), Arist.Cael.268a11; so τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν S.Fr.122; εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι ib.908; cf. σωτήρ 1.2:—διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι I am thrice, i. e. utterly, undone, E.Or.434 (cf. τριάζω) ; ἡ διὰ τριῶν ἀγωγή the 'trivium', Simp. in Ph.1171.34; ἵνα δήσῃ τρία τρία by threes, POxy.121.19 (iii A. D.). (I.-E. stem tr[icaron]-, fuller form trey-, nom. tréy-es (Skt. tráyas, Lat. tres), whence τρέες, contr. τρῆς and τρεῖς (written τρες IG12.295.11); acc. tri-ns (Goth. prins, Skt. tr[imacracute]n), whence τρῖς and τρίινς; in Gr. the nom. τρεῖς functions as acc. (as in Att.), or the acc. τρῖς as nom. (ll. cc.).)

Greek (Liddell-Scott)

τρεῖς: οἱ, αἱ, τρία, τά˙ γεν. τριῶν˙ δοτ. τρισί, καὶ ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 8. τριοῖσι (ὡς δυοῖσι Ἰωνικ. ἀντὶ δυσί)˙ αἰτ. τρεῖς, τρία˙ περὶ τῆς ποικιλίας τῆς κλίσεως ἐν τοῖς συνθέτοις ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 108. Τρεῖς, Ὅμηρ., κλπ., τρία ἔπη, παροιμία παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 71, ἔνθα ἴδε Σχολιαστάς,- διότι ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὁ ἀριθμὸς τρία ἦτο ἱερὸς καὶ εὐοίωνος, μάλιστα παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις (πρβλ. τριάς), Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 1, 2˙ οὕτω, τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν Σοφ. Ἀποσπ. 124˙ εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι αὐτόθι 754, πρβλ. σωτὴρ Ι. 2, καὶ ἴδε Πίνακ. Κωμικ. Ἀποσπ. σ. 1062˙- περὶ τῆς φράσεως διὰ τριῶν, ἴδε τριάζω˙ πρβλ. ὡσαύτως τριτόσπονδος. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙ παράγονται ὡταύτως τὰ τρίς, τρισσός˙ πρβλ. Σανσκρ. tri, tra-yas (tres), tris, (ter)˙ Λατ. tres, tria, terϏ Σλαυ. tri, tri-jeϏ Λιθ. trýs (τρεῖς)˙ Ἀρχ. Ἰρλανδ. tri (tres)˙ - Ζενδ. thri (tres)˙- Γοτθ. thri, threis, οὐδ. thrijaϏ Ἀρχ. Σκανδ. drir˙Ϗ Ἀγγλο-Σαξον. drî˙ Ἀρχ. Γερμαν. drî (drei)˙ - πρὸς τὸ τρίτος (Αἰολ. τέρτος) πρβλ. Σανσκρ. trĭtiyas, Λατ. tertius, Σλαυ. tretii, Λιθ. tréczas, Ἀρχ. Ἰρλ. tris˙Ϗ Ζενδ. thritya, Γοτθ. thridja, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

τρεῖς, τρία;
gén. τριῶν, dat. τρισί;
numéral trois.
Étym. lat. tres, tria, etc.

English (Autenrieth)

three.