θύνω: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[θύω]]), ipf. θῦνον: [[rush]] [[along]], [[charge]]. (Il. and Od. 24.449.) | |auten=([[θύω]]), ipf. θῦνον: [[rush]] [[along]], [[charge]]. (Il. and Od. 24.449.) | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>θῡνω</b> <br /> <b>1</b> [[hasten]], [[flit]] ἐγκωμίων γὰρ [[ἄωτος]] ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε [[μέλισσα]] [[θύνει]] λόγον (P. 10.54) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], only pres. and impf.,= θυνέω,
A rush, dart along, θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250, etc.; πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493; ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8 ([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446; μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449: c. acc. cogn., θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.). II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς 5.87.
German (Pape)
[Seite 1226] = θύω, einherstürmen, eilen; Il. 2, 445; ἂμ πεδίον 5, 87. 10, 523; Pind. P. 10, 54; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
θύνω: ῡ, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., = θύω Β, θυνέω, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμιστῶν ἐν μάχῃ, θῦνε διὰ προμάχων, ἐν προμάχοισιν Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον αὐτόθι 87· πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ Υ. 493· οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Λ. 73· θ. ἄμυδις Κ. 524· μετὰ μετοχ., θῦνον. - κρίνοντες, ἔσπευδον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ παρατάττοντες τὰς τάξεις, Β. 446· μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Ὀδ. Ω. 449: - μεταφ., ἐπ’ ἄλλοτ’ ἄλλον θύνει λόγον, σπεύδει ἀπὸ τῆς μιᾶς διηγήσεως εἰς τὴν ἄλλην, Πίνδ. Π. 10. 84.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. θῦνον;
s’élancer avec impétuosité.
Étymologie: cf. θέω.
English (Autenrieth)
(θύω), ipf. θῦνον: rush along, charge. (Il. and Od. 24.449.)
English (Slater)
θῡνω
1 hasten, flit ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.54)