ἔαρ: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝέαρ, ver): Spring; ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο, Od. 19.519. | |auten=(ϝέαρ, ver): Spring; ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο, Od. 19.519. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
(A), τό, Hom. (only gen. ἔαρος), etc.; contr. ἦρ Alcm.76: gen., dat., ἦρος, ἦρι, Lyr. (Alc.45), Att., and prob. Ion., cf. Hdt.1.77, Hp. Epid.1.1 (but ἔαρος is found in codd. of Hdt.5.31, 7.162, al., Hp.l.c.): poet. gen., dat., εἴαρος, εἴαρι (metri gr.), Alcm.26, h.Cer.174 (nisi leg. ἤαρος), and later Poets (whence was formed late nom.
A εἶαρ Numen. ap.Ath.9.371e, Ter.Maur.653); cf. Hdn.Gr.1.408 (Hes. used ἔαρ as a monos., and ἔαρι as a trochee, Op.492,462):—spring, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ Il.6.148; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο early spring, Od.19.519; ἔαρι πολεῖν Hes.Op.462; ἅμα τῷ ἔαρι at the beginning of spring, Hdt.5.31, cf. Th.4.117, 6.8; πρὸς ἔαρ Id.5.56, etc.; πρὸς τὸ ἔ. ib.17; περὶ τὸ ἔ. Id.3.116; ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον S.OT1137: prov., μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Cratin.33; also of the prime, flower of anything, ἔφηβοι . . ἔ. τοῦ δήμου Demad.Fr.4S., cf. Hdt.7.162, Arist.Rh.1411a3; ἔ. ὁρόωσα looking fresh and bright, Theoc.13.45; γενύων ἔ. the first down on a youth's face, AP6.242 (Crin.); ὕμνων ἔ. the freshest, brightest of their kind, ib.7.12; τὸ ἔ. τῶν πτερῶν, of a peacock, Luc. Dom.11. (ϝεςṛ-, cf. γέαρ, γίαρ[ες], Lat. vēr, Skt. vasantas, Lith. vasara 'summer'.)
ἔᾰρ (B) or εἶᾰρ (Hsch. ἦαρ, ἴαρα), τό, in Alex. Poets,
A blood, λύθρῳ τε καὶ εἴαρι πεπλήθασι Call.Fr.anon.20; Αἰακίδαο εἴαρος Euph.39.3; τὸ δ' ἐκ μέλαν εἶαρ ἔλαπτεν Call.Fr.247, cf. Nic.Al.314, Opp.H.2.618; cf. εἰαροπότης, εἰαροπῶτις. 2 juice, εἶαρ ἐλαίης Nic.Al.87; ἐκ λύχνου πῖον ἔλειξαν ἔαρ Call.Fr.201. (Cypr. acc. to Hsch.; identified with ἔαρ spring, by EM307.44, Suid.; cf. Skt. ásṛk, gen. asnás, Lett. asinis 'blood'.)
German (Pape)
[Seite 698] ἔαρος, auch εἶαρ, Blut, Saft, der Abstammung nach wohl verschieden von ἔαρ der Frühling, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 365. Nic. Al. 87 εἶαρ ἐλαίης = Oel; vgl. Callim. frgm. 201; Geop. = Saft, der im Frühling in die Pflanzen tritt; bei Menschen u. Thieren das Blut, VLL., nach Hesych. u. Schol. Il. 19, 87 Cyprisch; φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτειν Opp. H. 2, 618; Nic. Al. 314; Euphor. bei Schol. Theocr. 10, 28. ἔαρος, τό, der Frühling; entstanden aus Fέσαρ, Wurzel vas; Latein. vêr, entst. aus veser, Altnotd. vâr, Kirchenslav. vesna, Sanskr. vasantas, Lit. vasara »der Sommer«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 43. 355. – In Att. Prosa nomin. accus. ἔαρ, genit. ἔαρος u. zusammengezogen ἦρος, dativ. ἔαρι u. zusammengezogen ἦρι. – Bei Homer findet sich das Wort in zwei sicheren Stellen; Iliad. 6, 148 ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη, Odyss. 19, 519 ἔαρος νέον ἱσταμένοιο; schlechte Lesart Odyss. 9, 51 ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ἦρος für γίγνεται ὥρῃ, s. Eustath. 1614, 35. Vgl. ἐαρινός εἰαρινός. – Mit Synizese einsylbig muß gelesen werden ἔαρ Hesiod. O. 492, zweisylbig ἔαρι O. 462; zusammengezogen accusat. ἦρ Alcman bei Athen. X, 416 d (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 649 frgm. 72), auch Hippocrat.; häufig ἦρος, ἦρι, Pind. P. 4, 64 u. andere Lyriker, Thucyd. 4, 2, Aristoph. Nub. 1008 u. s. w.; genit. εἴαρος Alcman fragm. 21 Bergk P. L. G. ed. 2 p. 639; dat. εἴαρι Oppian. Cyn. 1, 116; – Thuc. 5, 81 καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῦ χειμῶνος λήγοντος; Xenoph. Hell. 4, 8, 7 ἅμα τῷ ἔαρι; Aristot. H. A. 5, 10, 1 τοῦ ἔαρος im Frühling. – Bei späteren Dichtern we jedes Erstlingserzeugniß, wie γενύων ἔαρ, das erste Barthaar, Crinag. 12 (VI, 242); von allem Zarten u. Lieblichen; ὕμνων Ep. ad. 524 (VII, 12); χαρί των Iul. Aeg. 51 (VII, 599); Scol. 23 Iac. Dah. Demad. bei Ath. III, 99 d die ἔφηβοι ἔαρ τῆς πόλεως nennt; ἔαρ ὁρᾶν, Frühling blicken, d. i. freundlich blicken, Theocr. 13, 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἔᾰρ: ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, οἷον Θεοκρ. καὶ Νικ., εἶαρ, εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ δίγαμμα Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas (ὅπερ ὅμως δὲν φαίνεται ἀρχαῖος τύπος), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara (θέρος).) Ἔαρ, ἄνοιξις, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ αὐτόθι 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, αὐτόθι 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511.
French (Bailly abrégé)
ἔαρος;
par contr. ἦρ, ἦρος (τό) :
litt. le matin (v. ci-dessous l’étymol.), d’où
1 matin, seul. dans la loc. adv. • ἦρι (par contr. p. ἔαρι) le matin : μάλ’ ἦρι OD ou ἦρι μάλα IL de grand matin;
2 p. anal. printemps (litt. le matin de l’année ; cf. all. Frühjahr, Frühling, le franç. printemps = primum tempus) ; ἇμα τῷ ἔαρι HDT avec le printemps ; πρὸς ἔαρ, πρὸς τὸ ἔαρ, περὶ τὸ ἔαρ, vers le printemps ; ἔαρ ὁρᾶν THCR avoir un regard de printemps, càd charmant.
Étymologie: pour *Ϝέαρ de *Ϝέσαρ = lat. ver de *veser ; de la R. skr. vas « éclairer ».
English (Autenrieth)
(ϝέαρ, ver): Spring; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, Od. 19.519.