ἀριστάω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠρίστων, <i>f.</i> ἀριστήσω, <i>ao.</i> ἠρίστησα, <i>pf.</i> ἠρίστηκα;<br />faire le repas du milieu du jour, déjeuner <i>ou</i> dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠρίστων, <i>f.</i> ἀριστήσω, <i>ao.</i> ἠρίστησα, <i>pf.</i> ἠρίστηκα;<br />faire le repas du milieu du jour, déjeuner <i>ou</i> dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱρ- pero ᾰρ- <i>AP</i> 11.387 (Pall.)]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. pres. inf. -ῆν Hp.<i>Vict</i>.3.68; perf. 1<sup>a</sup> plu. ἠρίσταμεν Ar.<i>Fr</i>.513, Theopomp.Com.22, inf. ἠριστάναι Hermipp.60]<br /><b class="num">1</b> [[almorzar]]op. δειπνεῖν X.<i>Mem</i>.2.7.12, Plu.2.201c, op. μονοσιτέειν Hp.l.c., <i>VM</i> 10<br /><b class="num">•</b>gener. [[hacer una comida]] al mediodía <i>IG</i> 9(2).1222 (Magnesia, Tesalia V a.C.), Ar.<i>Ra</i>.377, <i>Eq</i>.815, Theopomp.Com.l.c., X.<i>An</i>.4.6.21, <i>Cyr</i>.6.4.1, Plb.15.28.5, Plu.2.187d, <i>Eu.Luc</i>.11.37, <i>Eu.Io</i>.21.12, I.<i>AI</i> 6.362, <i>PVindob.Sijpesteijn</i> 26.5 (III d.C.), Hierocl.<i>Facet</i>.226, 244, Rom.Mel.38.αʹ.8.<br /><b class="num">2</b> [[tomar como almuerzo]] c. ac. de lo tomado ἃ μέλλομεν ἀριστήσειν Pherecr.127, τουτί Hermipp.60, ἴα καὶ ῥόδα Diod.Com.2.37<br /><b class="num">•</b>gener. [[comer]] Anacr.93.1, Ar.<i>Fr</i>.513, <i>AP</i> l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
inf. ἀριστᾶν, Ion.
A -ῆν Hp.Vict.3.68: pf. ἠρίστηκα X.Cyr. 4.2.39, Antiph.212.25; of this tense the Com. also used I pl. ἠρίσταμεν Ar.Fr.496, Theopomp.Com.22, inf. ἠριστάναι Hermipp.60:— Pass., pf. ἠρίστημαι, v. infr. [ᾱρ Ar.Eq.815, etc.; ᾰρ only late, AP11.387 (Pall.) ]:—take the ἄριστον or midday meal, Ar.Nu.416, Eq.815; ἠρίστων, opp. ἐδείπνουν, X.Mem.2.7.12, cf. An.4.6.21: c. acc. rei, breakfast on, ἴα καὶ ῥόδα Diod.Com.2.37, cf. Pherecr.122.5: pf. Pass. impers., ἠρίστηται δ' ἐξαρκούντως Ar.Ra.377. 2 eat a second meal, opp. μονοσιτέω, Hp.V M10, Acut.30.
German (Pape)
[Seite 351] frühstücken, Ar. Equ. 815 Dem. 47, 55 u. öfter; Xen. Mem. 2, 7, 12 Cyr. 1, 2, 11 u. öfter; übh. essen; dazu gehören die synk. Formen des perf. ἠρίσταμεν, ἠριστάναι, aus Com. Ath. X, 423 a, neben ἠριστηκότες Antiphan. XIV, 624 b, ἠριστηκέναι Diod. com. VI, 239 f (v. 37). Die erste Sylbe meist lang, Iac. A. P. p. 722.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστάω: ἀπαρ. ἀριστᾶν, Ἰων. -ῆν Ἱππ. 366. 45: μέλλ. ἀριστήσω: ἀόρ. ἠρίστησα: πρκμ. ἠρίστηκα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 25: τούτου τοῦ χρόνου μετεχειρίζοντο οἱ κωμ. καὶ συγκεκομμ. α΄ πληθ. ἠρίσταμεν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428, Θεόπομπ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2· ἀπαρ. ἠριστάναι Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 11· παθ. πρκμ. ἠρίστημαι, ἴδε κατωτέρω [ᾱρ- Ἀριστοφ. Ἱππ. 815, Νεφ. 416, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 1, κ. ἀλλ. ἀλλ’ ᾰρ- ἐν Ἀνθ. Π. 11. 387.] Ἀριστοποιοῦμαι, λαμβάνω ἄριστον, πρόγευμα ἢ τὸ φαγητὸν τῆς μεσημβρίας, Λατ. prandere, (πρβλ. ἄριστον), Ἀριστοφ. Νεφ. 416, Ἱππ. 815· ἠρίστων ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐδείπνουν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, κτλ.· καὶ ἐν Ξεν. Ἀν. 4. 6, 21 τὸ ἠρίστων πρέπει νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, διότι ἂν καὶ ἐν § 17 ἐπειδὰν δειπνήσωμεν ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ φαγητόν, ὅμως ἡ λέξις δεῖπνον ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει καθόλου ἐπὶ παντὸς φαγητοῦ: - μετ’ αἰτ. πράγματος, λαμβάνω ὡς πρόγευμα, ἴα καὶ ῥόδα ἔφασαν αὐτὸν ἠριστηκέναι Διόδωρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 37, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5: - παθ. πρκμ. ἀπροσ. ἠρίστηταί τ’ ἐξαρκούντως Ἀριστοφ. Βάτρ. 376. 2) ἐσθίω δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, δὲν περιορίζομαι εἰς ἓν γεῦμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μονοσιτέω (ἐσθίω μόνον ἅπαξ τῆς ἡμέρας), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 388.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠρίστων, f. ἀριστήσω, ao. ἠρίστησα, pf. ἠρίστηκα;
faire le repas du milieu du jour, déjeuner ou dîner.
Étymologie: ἄριστον.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾱρ- pero ᾰρ- AP 11.387 (Pall.)]
• Morfología: [jón. pres. inf. -ῆν Hp.Vict.3.68; perf. 1a plu. ἠρίσταμεν Ar.Fr.513, Theopomp.Com.22, inf. ἠριστάναι Hermipp.60]
1 almorzarop. δειπνεῖν X.Mem.2.7.12, Plu.2.201c, op. μονοσιτέειν Hp.l.c., VM 10
•gener. hacer una comida al mediodía IG 9(2).1222 (Magnesia, Tesalia V a.C.), Ar.Ra.377, Eq.815, Theopomp.Com.l.c., X.An.4.6.21, Cyr.6.4.1, Plb.15.28.5, Plu.2.187d, Eu.Luc.11.37, Eu.Io.21.12, I.AI 6.362, PVindob.Sijpesteijn 26.5 (III d.C.), Hierocl.Facet.226, 244, Rom.Mel.38.αʹ.8.
2 tomar como almuerzo c. ac. de lo tomado ἃ μέλλομεν ἀριστήσειν Pherecr.127, τουτί Hermipp.60, ἴα καὶ ῥόδα Diod.Com.2.37
•gener. comer Anacr.93.1, Ar.Fr.513, AP l.c.