ἐλάχιστος: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(Bailly1_2) |
(big3_14b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, [[τοὐλάχιστον]], ἐπ’ ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι’ ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;<br /><b>2</b> le moins nombreux possible, très peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' Sp. de [[ἐλαχύς]], et aussi, pour le sens, de [[ὀλίγος]] ; cf. [[ἐλάσσων]]. | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, [[τοὐλάχιστον]], ἐπ’ ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι’ ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;<br /><b>2</b> le moins nombreux possible, très peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' Sp. de [[ἐλαχύς]], et aussi, pour le sens, de [[ὀλίγος]] ; cf. [[ἐλάσσων]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἐλαχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, Sup. of ἐλαχύς: Comp. ἐλάσσων (q.v.):—
A smallest, least, freq. with a neg., γέρας, δύναμις οὐκ ἐ., h.Merc.573, Hdt.7.168, etc.; λόγου ἐλαχίστου of least account, Id.1.143; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι narrowly missed destroying them, Th.2.77; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Pl. Ap.30a; παρ' ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι D.17.22. 2 of Time, shortest, δι' ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Th.3.39; δι' ἐλαχίστης βουλῆς with shortest deliberation, Id.1.138. 3 of Number, fewest, Pl.R.378a; ἐ. τὸν ἀριθμόν Arist.Pol.1312a30; ἐν ἐλαχίστοις δυσίν between two at least. Id.EN1131a15. 4 Math., ἐλάχιστα καὶ μέγιστα minima and maxima, Apollon.Perg.Con.1 Praef. II τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt.2.13, X.An.5.7.8, D.4.21; ἐλάχιστα least of any one, Th.1.70; ὡς ἐ. as little as possible, Pl.Phd. 63d. III from ἐλάχιστος came a new Comp. ἐλαχιστότερος less than the least, ἐ. πάντων ἁγίων Ep.Eph.3.8: Sup. ἐλαχιστότατος very least of all, S.E.M.3.54, 9.406.
German (Pape)
[Seite 792] superl. von ἐλαχύς, der kleinste, geringste, schlechteste; γέρας οὐκ ἐλ. H. h. Merc. 570; δύναμις οὐκ ἐλ. Her. 7, 168; Folgde; bes. mit der negat., οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται Plat. Phaedr. 233 e; Ggstz μέγιστος; von Schiffen, Thuc. 1, 10; τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. Apol. 30 a. – Adv., τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, zum wenigsten, wenigstens; Plat. Parm. 142 e; Xen. An. 5, 7, 5 u. A.; ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι Plat. Phaed. 63 d; ἐπ' ἐλάχιστον, so wenig wie möglich, Thuc. 1, 70. 2, 45; δι' ἐλαχίστου, in sehr kurzer Zeit, Thuc. Auch von der Zahl, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῦσαι Plat. Rep. II, 378 a; Ggstz πλεῖστος, Xen. Mem. 4, 4, 17; Plut. Pericl. 23. – Spätere haben einen compar. u. superl. ἐλαχιστότερος u. ἐλαχιστότατος, Sezt. Emp. adv. phys. 9, 406, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάχιστος: ᾰ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων (ὃ ἴδε), ὁ σμικρότατος, ἀντίθετον τῷ μέγιστος, μάλιστα μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 573, Ἡρόδ. 7. 168, κτλ.· ἐλαχίστου λόγου, ἐλαχίστης σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 143· ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι, παρ’ ὀλίγον νὰ τοὺς καταστρέψῃ, Θουκ. 2.77· περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 30Α· οὕτω, παρ’ ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι Δημ. 217. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, βραχύτατος, δι’ ἐλαχίστου ἐνν. χρόνου Θουκ. 3.39· δι’ ἐλαχίστης βουλῆς, μετὰ βραχυτάτης σκέψεως ἢ συζητήσεως, ὁ αὐτ. 1. 138. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγιστος, Πλάτ. Πολ. 378Α· ἐλ. τὸν ἀριθμὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 27· ἐν ἐλαχίστοις δυσί, μεταξὺ δύο τοὐλάχιστον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5, 3, 3. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, Δημ. 46. 3· ὡσαύτως, ἐλάχιστα Θουκ. 1. 70, Πλάτ. Φαίδων 63D. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐλάχιστος ἐσχηματίσθη νέον συγκριτικὸν ἐλαχιστότερος, μικρότερος τοῦ ἐλαχίστου, ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 8· ὑπερθ. ἐλαχιστότατος, ὁ ἐλάχιστος τῶν ἐλαχίστων, ὁ σφόδρα ἐλάχιστος, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 51.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ἐπ’ ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι’ ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;
2 le moins nombreux possible, très peu nombreux.
Étymologie: Sp. de ἐλαχύς, et aussi, pour le sens, de ὀλίγος ; cf. ἐλάσσων.
Spanish (DGE)
v. ἐλαχύς.