ἐντεριώνη: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_11) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντεριώνη''': ἡ, τὸ ἐσώτατον [[μέρος]], ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· [[μήτρα]] δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, [[οἷον]] ἐν τοῖς ὀστοῖς [[μυελός]]. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· [[ἔνιοι]] δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐντεριώνη]]· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ [[ἔνδον]]», πρβλ. [[ἐντερόνεια]]. | |lstext='''ἐντεριώνη''': ἡ, τὸ ἐσώτατον [[μέρος]], ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· [[μήτρα]] δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, [[οἷον]] ἐν τοῖς ὀστοῖς [[μυελός]]. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· [[ἔνιοι]] δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐντεριώνη]]· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ [[ἔνδον]]», πρβλ. [[ἐντερόνεια]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[parte interior]], [[corazón]], [[médula]] bot. σικύης ἐ. Hp.<i>Mul</i>.1.78, cf. Dsc.<i>Eup</i>.2.83.3, Thphr.<i>HP</i> 1.2.6, de arbustos y árboles, Thphr.<i>HP</i> 3.12.1, 13.4, 5.1.9, Gal.5.602, Plu.2.269a, Basil.<i>Hex</i>.5.7 (p.81)<br /><b class="num">•</b>de frutos [[pulpa]] Luc.<i>VH</i> 2.37, Aët.6.13, Orib.45.29.2, incluidas las pepitas, Gr.Nyss.<i>Hom.Opif</i>.20.290<br /><b class="num">•</b>esp. anat. ἐ. τῶν νεύρων [[médula]], [[parte interna de los nervios]] Gal.5.602, 645.<br /><b class="num">2</b> entom. γῆς ἐ. [[gusano]], [[lombriz]] ἢ ὡς ἕλμιγγα ἤτοι γῆς ἐντεριώνην καταλείψω Epiph.Const.<i>Haer</i>.71.6.2.<br /><b class="num">3</b> p. ext., náut. [[la parte interna y más profunda de la nave]], [[panza]] Hdn.Gr. en Sch.Ar.<i>Eq</i>.1185a, glos. a [[ἐντερόνεια]] Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inmost part, pith or heart-wood of plants, Hp.Mul. 1.78, Thphr.HP3.17.5, 1.2.6, Porph.Gaur.3.3, Luc.VH2.37.
German (Pape)
[Seite 855] ἡ, = Folgdm, Arist. plant. 2, 8; nach Theophr. = μήτρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεριώνη: ἡ, τὸ ἐσώτατον μέρος, ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· μήτρα δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, οἷον ἐν τοῖς ὀστοῖς μυελός. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· ἔνιοι δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐντεριώνη· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ ἔνδον», πρβλ. ἐντερόνεια.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 parte interior, corazón, médula bot. σικύης ἐ. Hp.Mul.1.78, cf. Dsc.Eup.2.83.3, Thphr.HP 1.2.6, de arbustos y árboles, Thphr.HP 3.12.1, 13.4, 5.1.9, Gal.5.602, Plu.2.269a, Basil.Hex.5.7 (p.81)
•de frutos pulpa Luc.VH 2.37, Aët.6.13, Orib.45.29.2, incluidas las pepitas, Gr.Nyss.Hom.Opif.20.290
•esp. anat. ἐ. τῶν νεύρων médula, parte interna de los nervios Gal.5.602, 645.
2 entom. γῆς ἐ. gusano, lombriz ἢ ὡς ἕλμιγγα ἤτοι γῆς ἐντεριώνην καταλείψω Epiph.Const.Haer.71.6.2.
3 p. ext., náut. la parte interna y más profunda de la nave, panza Hdn.Gr. en Sch.Ar.Eq.1185a, glos. a ἐντερόνεια Hsch.