ἀποσφάζω: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=égorger, acc. ; <i>p. ext.</i> faire périr;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποσφάζομαι se percer la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφάζω]]. | |btext=égorger, acc. ; <i>p. ext.</i> faire périr;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποσφάζομαι se percer la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -σφάττω X.<i>Cyr</i>.3.1.25<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plusperf. -εσφάκειν D.C.78.7.4.]<br /><b class="num">1</b> [[cortar el cuello]], [[degollar]] ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς [[ἄγγος]] de modo que la sangre caiga en un recipiente, Hdt.4.62, ἡ [[γυνή]], ἣ ἀπέσφαξεν αὑτήν, ἐπνίγετο Hp.<i>Epid</i>.5.33, ξίφος ... ᾧ τὸν ἀδελφὸν ἀπεσφάκει D.C.l.c., en v. pas. οὗτοι (los hijos de Eobazo) ἀποσφαγέντες [[αὐτοῦ]] ταύτῃ ἐλείποντο Hdt.4.84, ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπους Hp.<i>Nat.Hom</i>.6.1, ἀποσφαγέντος τοῦ ζώου Hp.<i>Cord</i>.11, de un cerdo <i>PCair.Zen</i>.312.23 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>en gener. [[pasar a cuchillo]], [[matar]] οὓς ἀποσφάξω λαβών Ar.<i>Ach</i>.327, ἀπέσφαξε τοὺς πολλούς Th.3.32, τὸν ... υἱόν D.23.169, τοὺς φύλακας D.59.103, ἑαυτόν Arist.<i>Rh</i>.1374<sup>b</sup>36, αὐτόν Gal.14.284, γυναῖκα <i>BGU</i> 1024.7.20 (IV d.C.), cf. Th.7.86, Pl.<i>Grg</i>.471b, Artem.4.33, 5.76, en v. pas. αὕτη δ' ἀποσφαγήσεται μάλ' [[αὐτίκα]] Ar.<i>Th</i>.750, cf. Philostr.<i>Her</i>.50.16, ἐπὶ Δομετεανῷ ἀπεσφαγμένῳ después del asesinato de Domiciano</i> Philostr.<i>VS</i> 488, en espectáculos circenses ἀποσφάξαντα δὲ καὶ Λιβυκὰ ζῶα <i>IEphesos</i> 3070.12, 3071.2 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[cortarse el cuello]] οἱ δ' ἀποσφαττόμενοι X.<i>Cyr</i>.l.c., ἀποσφαγείην ἂν ἢ ... καθυφείμην Men.<i>Epit</i>.401.<br /><b class="num">3</b> cirug. [[hacer una incisión]], [[cortar]] (σάρκωσιν) ... διὰ μέρος ἀποσφάξαντα Gal.19.456. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
in Att. Prose ἀπο-σφάττω Lys.13.78, Pl.Euthphr.4c, etc.: plpf.
A -εσφάκειν D.C.78.7:—Pass., aor. -εσφάγην [ῠ] Hdt.4.84: fut. -σφᾰγήσομαι Ar.Th.750:—cut the throat of a person, ἀ. τινὰ ἐς ἄγγος so that the blood runs into a pail, Hdt.4.62: generally, slay, Ar.Ach.327, Th.7.86, Pl.l.c., etc.:—Med., cut one's throat, X.Cyr. 3.1.25:—Pass., ἀποσφαγείην πρότερον ἂν ἢ καθυφείμην Men.Epit.184.
German (Pape)
[Seite 328] (s. σφάζω), abschlachten, tödten, ἀνθρώπους Her. 4, 62. 84; Thuc. 7, 86; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφάζω: ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λογῳ -σφάττω, Λυσ. 137. 11, Ξεν., κλ.: μέλλ. -σφάξω: ὑπερσυντ. -εσφάκειν Δίων Κ. 78. 7: ― Παθ. ἀόρ.: -εσφάγην [ᾰ] Ἡρόδ. 4. 84: μέλλ. -σφᾰγήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 750: -κόπτω ταὸν λαιμόν τινος, σφάζω, Λατ. Jugulo, αποσφ. τινά ες ἄγγος, οὕτως ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥεύσῃ εἰς ἀγγεῖον, Ἡρόδ. 4. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 43: καθόλου, σφάζω, φονεύω, ἀποκτείνω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 327, Θουκ. 7. 86, Πλατ., κλ.: ― Μέσ., ἀποκόπτω τὸν λαιμόν μου, σφάζομαι, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
égorger, acc. ; p. ext. faire périr;
Moy. ἀποσφάζομαι se percer la gorge.
Étymologie: ἀπό, σφάζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -σφάττω X.Cyr.3.1.25
• Morfología: [plusperf. -εσφάκειν D.C.78.7.4.]
1 cortar el cuello, degollar ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς ἄγγος de modo que la sangre caiga en un recipiente, Hdt.4.62, ἡ γυνή, ἣ ἀπέσφαξεν αὑτήν, ἐπνίγετο Hp.Epid.5.33, ξίφος ... ᾧ τὸν ἀδελφὸν ἀπεσφάκει D.C.l.c., en v. pas. οὗτοι (los hijos de Eobazo) ἀποσφαγέντες αὐτοῦ ταύτῃ ἐλείποντο Hdt.4.84, ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπους Hp.Nat.Hom.6.1, ἀποσφαγέντος τοῦ ζώου Hp.Cord.11, de un cerdo PCair.Zen.312.23 (III a.C.)
•en gener. pasar a cuchillo, matar οὓς ἀποσφάξω λαβών Ar.Ach.327, ἀπέσφαξε τοὺς πολλούς Th.3.32, τὸν ... υἱόν D.23.169, τοὺς φύλακας D.59.103, ἑαυτόν Arist.Rh.1374b36, αὐτόν Gal.14.284, γυναῖκα BGU 1024.7.20 (IV d.C.), cf. Th.7.86, Pl.Grg.471b, Artem.4.33, 5.76, en v. pas. αὕτη δ' ἀποσφαγήσεται μάλ' αὐτίκα Ar.Th.750, cf. Philostr.Her.50.16, ἐπὶ Δομετεανῷ ἀπεσφαγμένῳ después del asesinato de Domiciano Philostr.VS 488, en espectáculos circenses ἀποσφάξαντα δὲ καὶ Λιβυκὰ ζῶα IEphesos 3070.12, 3071.2 (III d.C.).
2 en v. med.-pas. cortarse el cuello οἱ δ' ἀποσφαττόμενοι X.Cyr.l.c., ἀποσφαγείην ἂν ἢ ... καθυφείμην Men.Epit.401.
3 cirug. hacer una incisión, cortar (σάρκωσιν) ... διὰ μέρος ἀποσφάξαντα Gal.19.456.