βάδισις: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />marche.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />marche.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βάδῐσις) -εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[acción de caminar]], [[marcha a pie]], [[paso]] ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie</i> Hp.<i>Aër</i>.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa</i> Ar.<i>Pl</i>.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.<i>NA</i> 3.42, de la carrera de la liebre [[ἅμα]] ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.<i>Cyn</i>.8.3, β. [[ἀσθενής]] Ael.<i>Fr</i>.37, [[ἕνεκα]] βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.<i>in Alc</i>.151, junto a πτῆσις y [[ἅλσις]] como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.<i>EN</i> 1174<sup>a</sup>31<br /><b class="num">•</b>[[modo de andar]], [[andares]] διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.<i>Thes</i>.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.<i>Alex</i>.12<br /><b class="num">•</b>en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar</i>, marchar</i> Arist.<i>HA</i> 530<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[progreso]], [[avance]] de la extensión de la lepra ὅτι [[διάχυσις]] λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ [[βάδισις]] Clem.Al.<i>Fr</i>.34<br /><b class="num">•</b>[[dirección]], [[tendencia]] de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A walking, going, Ar.Pl.334; βαδίσει χρῆσθαι Hp.Aër.15; of hares, τεχνάζειν τῇ β. X.Cyn.8.3; opp. πτῆσις, ἅλσις, Arist.EN1174a31.
German (Pape)
[Seite 423] ἡ, das Einherschreiten, der Gang, Ar. Plut. 334; Arist. Eth. 10, 4, 3 u. sonst; vom Hafen Xen. Cyn. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βάδισις: -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ πτῆσις, ἅλσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
marche.
Étymologie: βαδίζω.
Spanish (DGE)
(βάδῐσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 acción de caminar, marcha a pie, paso ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie Hp.Aër.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa Ar.Pl.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.NA 3.42, de la carrera de la liebre ἅμα ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.Cyn.8.3, β. ἀσθενής Ael.Fr.37, ἕνεκα βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.in Alc.151, junto a πτῆσις y ἅλσις como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.EN 1174a31
•modo de andar, andares διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.Thes.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.Alex.12
•en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar, marchar Arist.HA 530a10.
2 fig. progreso, avance de la extensión de la lepra ὅτι διάχυσις λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ βάδισις Clem.Al.Fr.34
•dirección, tendencia de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.