ὁσιότης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(Bailly1_4)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> religion, culte des dieux;<br /><b>2</b> piété, sainteté, vertu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσιος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> religion, culte des dieux;<br /><b>2</b> piété, sainteté, vertu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσιος]].
}}
{{eles
|esgtx=[[santidad]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσιότης Medium diacritics: ὁσιότης Low diacritics: οσιότης Capitals: ΟΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: hosiótēs Transliteration B: hosiotēs Transliteration C: osiotis Beta Code: o(sio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A disposition to observe divine law, piety, Pl.Prt.329c, Euthphr.14d sq., X.Cyr.6.1.47, SIG654B10 (Delph., ii B. C.), etc.; πρὸς θεῶν ὁ. piety towards them, Plu.Alc.34 ; πρὸς τοὺς θεούς Id.2.359f; also, like Lat. pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁ. D.S.7.4 ; πρὸς τὴν τεκοῦσαν Id.31.27.

German (Pape)

[Seite 395] ητος, ἡ, sowohl objectiv göttliches Recht, was den Göttern gebührt, Gottesdienst, Plut. de Is. et Os. 23, ἀνθρώποις κατόχοις ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τούτους ὁσιότητος, vgl. Alcib. 34, – als auch subjectiv Heiligkeit der Gesinnung, Gottesfurcht, neben δικαιοσύνη, Plat. Prot. 329 c, der Euthyphr. 14 e sagt ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ἡ ὁσιότης ἂν εἴη; bei Xen. Cyr. 6, 1, 47 neben σωφροσύνη als Tugend des Kyros gerühmt; u. so Sp.; D. Sic. exc. de virt. p. 546 stehen gegenüber ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς θεοὺς εὐσέβεια; u. Plut. de aud. poet. 7 p. 99 sagt τὴν τῶν χρημάτων σωτηρίαν ἀπόδειξιν εἶναι τῆς τῶν Φαιάκων ὁσιότητος, wo er hinzusetzt οὐ γὰρ ἂν ἀκερδῶς φέροντας αὐτὸν εἰς ἀλλοτρίαν ἐκβάλλειν χώραν, ἀποσχομένους τῶν χρημάτων, also Rechtlichkeit, Gewissenhaftigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ὅσιος, διάθεσις πρὸς τήρησιν τοῦ θείου νόμου, εὐσέβεια, ἁγιότης, Πλάτ. Πρωτ. 329C, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Εὐθύφρονα 14Ε κἑξ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47· πρὸς θεῶν ὁσ., εὐσέβεια πρὸς θεούς, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. 2. 359F· ― ὡσαύτως πρὸς τὸ pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁσ. Διοδ. Ἐκλογ. 546. 52, πρβλ. 587, 96. ΙΙ. ὡς τιμητικὴ προσηγορία, ἡ ἡμετέρα ὁσιότης. Ἐκκλ.· μετὰ γεν., Εὐάγρ. 2. 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 religion, culte des dieux;
2 piété, sainteté, vertu.
Étymologie: ὅσιος.

Spanish

santidad