ἀδικία: Difference between revisions
(big3_1) |
(abb-1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀδῐκία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>[[iniquidad]], [[injusticia]] ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν Gorg.B 11.21, τὴν αἰτίαν φανερὰν ἅπασιν ὑμεῖς ἕξετε τῆς ἀδικίας Gorg.B 11a.36, op. [[δίκη]] E.<i>Io</i> 254, <i>Supp</i>.379, o [[δικαιοσύνη]] Pl.<i>R</i>.351a, Φοίβου δ' ἀδικίαν μὲν τί [[δεῖ]] κατηγορεῖν; E.<i>Or</i>.28, ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε E.<i>Io</i> 447, τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1, ἡ ἀ. [[ἄρα]] καὶ ἡ [[ἀκολασία]] καὶ ἡ ἄλλη ψυχῆς πονηρία μέγιστον τῶν ὄντων κακόν ἐστιν; Pl.<i>Grg</i>.477e, ἐν πόλεσι καὶ πολιτείαις τοῦτο αὐτό, ῥήματι μετεσχηματισμένον, ἀ. Pl.<i>Lg</i>.906c, cf. Arist.<i>EN</i> 1130<sup>a</sup>33<br /><b class="num">•</b>en LXX y el NT esp. en gen. ἐξαίρων ἀδικίας LXX <i>Mi</i>.7.18, ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἐξ ἀδικίας LXX <i>Ib</i>.33.17, ἐργάται ἀδικίας <i>Eu.Luc</i>.13.27, κριτὴς τῆς ἀδικίας <i>Eu.Luc</i>.18.6, ὅπλα ἀδικίας las armas del mal</i>, <i>Ep.Rom</i>.6.13.<br /><b class="num">2</b> [[maldad]], [[falta de escrúpulos]], [[deshonestidad]] χρήματα πορίζειν ... ἐξ ἀδικίης Democr.B 78, [[ἔμφυτος]] ἀ. Plb.2.45.1.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[violación de la legalidad]], [[delito]], [[crimen]] ἀδικίης δὲ [[δεῖμα]] ξυμφορῆς τέρμα Democr.B 215, καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.<i>Myst</i>.3, ζημιώσαντος δὲ κατὰ τὴν ἀδικίην πεντήκοντα ταλάντοισι Hdt.6.136, ἡ τῶν χρημάτων ἀ. μᾶλλον δοκεῖ el delito económico se considera el más grande</i> Arist.<i>Pr</i>.950<sup>a</sup>24.<br /><b class="num">2</b> como acto [[daño]], [[mal]] esp. en historiadores [[agresión]], [[hostilidad]], [[ofensa]] ἀδικίης ἄρξαι Hdt.1.130, (οἱ Σκύθαι) πρότεροι ἐσβαλόντες ... ὑπῆρξαν ἀδικίης Hdt.4.1, ἀ. πολλὴ κατηγορεῖτο [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Th.1.95, ἡ δὲ Τεύτα ... διπλασίως ἐπερρώσθη πρὸς τὴν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀδικίαν Plb.2.8.4<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. de pers. [[falta contra la moral]], [[infamia]] ἀνδρὸς ἀδικίαν αἰσχύνεται se avergüenza de la deshonra del hombre</i> E.<i>Io</i> 341, τῆς σῆς γυναικὸς ἀ. el adulterio de tu esposa</i> E.<i>Or</i>.650<br /><b class="num">•</b>abs. [[falta]] χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην 2<i>Ep.Cor</i>.12.13<br /><b class="num">•</b>c. gen. obj. [[daño]], [[perjuicio]] esp. en fórmulas legales πάντα τὰ ... ἐπὶ τῇ ἡμῶν ἀδικίᾳ πραχθέντα <i>POxy</i>.1203.24 (I d.C.), cf. <i>BGU</i> 1123.11 (I a.C.), ἐπ' ἀδικίῃ τῆς πόλεως en perjuicio de la ciudad</i>, <i>Athena</i> 20.1908.279 (Quíos V a.C.), cf. <i>IG</i> 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), tb. c. dat. ἐπ' ἀδικίᾳ τῇ Ἀπολλωνίᾳ <i>PTeb</i>.104.23 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[malos tratos]] ἀ. καὶ ὕβρεις Plb.10.37.8.<br /><b class="num">B</b> [[suspensión de causas judiciales]] διὰ πολέμου Arist.<i>Oec</i>.1348<sup>b</sup>11. | |dgtxt=(ἀδῐκία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>[[iniquidad]], [[injusticia]] ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν Gorg.B 11.21, τὴν αἰτίαν φανερὰν ἅπασιν ὑμεῖς ἕξετε τῆς ἀδικίας Gorg.B 11a.36, op. [[δίκη]] E.<i>Io</i> 254, <i>Supp</i>.379, o [[δικαιοσύνη]] Pl.<i>R</i>.351a, Φοίβου δ' ἀδικίαν μὲν τί [[δεῖ]] κατηγορεῖν; E.<i>Or</i>.28, ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε E.<i>Io</i> 447, τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1, ἡ ἀ. [[ἄρα]] καὶ ἡ [[ἀκολασία]] καὶ ἡ ἄλλη ψυχῆς πονηρία μέγιστον τῶν ὄντων κακόν ἐστιν; Pl.<i>Grg</i>.477e, ἐν πόλεσι καὶ πολιτείαις τοῦτο αὐτό, ῥήματι μετεσχηματισμένον, ἀ. Pl.<i>Lg</i>.906c, cf. Arist.<i>EN</i> 1130<sup>a</sup>33<br /><b class="num">•</b>en LXX y el NT esp. en gen. ἐξαίρων ἀδικίας LXX <i>Mi</i>.7.18, ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἐξ ἀδικίας LXX <i>Ib</i>.33.17, ἐργάται ἀδικίας <i>Eu.Luc</i>.13.27, κριτὴς τῆς ἀδικίας <i>Eu.Luc</i>.18.6, ὅπλα ἀδικίας las armas del mal</i>, <i>Ep.Rom</i>.6.13.<br /><b class="num">2</b> [[maldad]], [[falta de escrúpulos]], [[deshonestidad]] χρήματα πορίζειν ... ἐξ ἀδικίης Democr.B 78, [[ἔμφυτος]] ἀ. Plb.2.45.1.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[violación de la legalidad]], [[delito]], [[crimen]] ἀδικίης δὲ [[δεῖμα]] ξυμφορῆς τέρμα Democr.B 215, καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.<i>Myst</i>.3, ζημιώσαντος δὲ κατὰ τὴν ἀδικίην πεντήκοντα ταλάντοισι Hdt.6.136, ἡ τῶν χρημάτων ἀ. μᾶλλον δοκεῖ el delito económico se considera el más grande</i> Arist.<i>Pr</i>.950<sup>a</sup>24.<br /><b class="num">2</b> como acto [[daño]], [[mal]] esp. en historiadores [[agresión]], [[hostilidad]], [[ofensa]] ἀδικίης ἄρξαι Hdt.1.130, (οἱ Σκύθαι) πρότεροι ἐσβαλόντες ... ὑπῆρξαν ἀδικίης Hdt.4.1, ἀ. πολλὴ κατηγορεῖτο [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Th.1.95, ἡ δὲ Τεύτα ... διπλασίως ἐπερρώσθη πρὸς τὴν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀδικίαν Plb.2.8.4<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. de pers. [[falta contra la moral]], [[infamia]] ἀνδρὸς ἀδικίαν αἰσχύνεται se avergüenza de la deshonra del hombre</i> E.<i>Io</i> 341, τῆς σῆς γυναικὸς ἀ. el adulterio de tu esposa</i> E.<i>Or</i>.650<br /><b class="num">•</b>abs. [[falta]] χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην 2<i>Ep.Cor</i>.12.13<br /><b class="num">•</b>c. gen. obj. [[daño]], [[perjuicio]] esp. en fórmulas legales πάντα τὰ ... ἐπὶ τῇ ἡμῶν ἀδικίᾳ πραχθέντα <i>POxy</i>.1203.24 (I d.C.), cf. <i>BGU</i> 1123.11 (I a.C.), ἐπ' ἀδικίῃ τῆς πόλεως en perjuicio de la ciudad</i>, <i>Athena</i> 20.1908.279 (Quíos V a.C.), cf. <i>IG</i> 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), tb. c. dat. ἐπ' ἀδικίᾳ τῇ Ἀπολλωνίᾳ <i>PTeb</i>.104.23 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[malos tratos]] ἀ. καὶ ὕβρεις Plb.10.37.8.<br /><b class="num">B</b> [[suspensión de causas judiciales]] διὰ πολέμου Arist.<i>Oec</i>.1348<sup>b</sup>11. | ||
}} | |||
{{Abbott | |||
|astxt=[[ἀδικία]], -ας, ἡ (< [[ἄδικος]]), [in LXX for עָוֹן, פֶּשַׁע, עָוֶל, etc. ;] <br /><b class="num">1.</b>injustice: Lk 18:6, Ro 9:14. <br /><b class="num">2.</b>unrighteousness, iniquity: Jo 7:18, Ac 8:23, Ro 1:18, 29 2:8 6:13, II Ti 2:19, I Jo 1:9 5:17; opp. to [[ἀλήθεια]], I Co 13:6, II Th 2:12; to [[δικαιοσύνη]]], Ro 3:5; [[ἀπάτη]] τῆς ἀ., II Th 2:10; μισθὸς ἀδικίας, Ac 1:18, II Pe 2:13,15; ἐγράται τῆς ἀ., Lk 13:27; [[μαμωνᾶς]] τῆς ἀ., Lk 16:9; [[κόσμος]] τῆς ἀ., Ja 3:6; [[οἰκονόμος]] τῆς ἀ., Lk 16:8. <br /><b class="num">3.</b>= [[ἀδίκημα]], an unrighteous act: ironically, a favour, II Co 12:13; pl., He 8:12 (Cremer, 261; MM, VGT, s.v.). † | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 25 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A wrongdoing, injustice, ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg.477c, al.; τύχἡ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1; 'foul' in racing, Anon.in SE30.15. II wrongful act, offence, Hdt.6.136; καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.1.3:—in pl., Pl.Phd.82a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ ἀδικία, πλημμέλημα, ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ ἀδίκημα, ἄδικος πρᾶξις, ζημία, Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
injustice, tort, faute ; τῆς πόλεως DÉM envers l’État ; περί τινα XÉN envers qqn ; ἀδικίης (ion.) ἄρχειν HDT être l’agresseur, l’offenseur.
Étymologie: ἄδικος.
Spanish (DGE)
(ἀδῐκία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
A I1iniquidad, injusticia ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν Gorg.B 11.21, τὴν αἰτίαν φανερὰν ἅπασιν ὑμεῖς ἕξετε τῆς ἀδικίας Gorg.B 11a.36, op. δίκη E.Io 254, Supp.379, o δικαιοσύνη Pl.R.351a, Φοίβου δ' ἀδικίαν μὲν τί δεῖ κατηγορεῖν; E.Or.28, ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε E.Io 447, τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1, ἡ ἀ. ἄρα καὶ ἡ ἀκολασία καὶ ἡ ἄλλη ψυχῆς πονηρία μέγιστον τῶν ὄντων κακόν ἐστιν; Pl.Grg.477e, ἐν πόλεσι καὶ πολιτείαις τοῦτο αὐτό, ῥήματι μετεσχηματισμένον, ἀ. Pl.Lg.906c, cf. Arist.EN 1130a33
•en LXX y el NT esp. en gen. ἐξαίρων ἀδικίας LXX Mi.7.18, ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἐξ ἀδικίας LXX Ib.33.17, ἐργάται ἀδικίας Eu.Luc.13.27, κριτὴς τῆς ἀδικίας Eu.Luc.18.6, ὅπλα ἀδικίας las armas del mal, Ep.Rom.6.13.
2 maldad, falta de escrúpulos, deshonestidad χρήματα πορίζειν ... ἐξ ἀδικίης Democr.B 78, ἔμφυτος ἀ. Plb.2.45.1.
II 1violación de la legalidad, delito, crimen ἀδικίης δὲ δεῖμα ξυμφορῆς τέρμα Democr.B 215, καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.Myst.3, ζημιώσαντος δὲ κατὰ τὴν ἀδικίην πεντήκοντα ταλάντοισι Hdt.6.136, ἡ τῶν χρημάτων ἀ. μᾶλλον δοκεῖ el delito económico se considera el más grande Arist.Pr.950a24.
2 como acto daño, mal esp. en historiadores agresión, hostilidad, ofensa ἀδικίης ἄρξαι Hdt.1.130, (οἱ Σκύθαι) πρότεροι ἐσβαλόντες ... ὑπῆρξαν ἀδικίης Hdt.4.1, ἀ. πολλὴ κατηγορεῖτο αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Th.1.95, ἡ δὲ Τεύτα ... διπλασίως ἐπερρώσθη πρὸς τὴν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀδικίαν Plb.2.8.4
•c. gen. subjet. de pers. falta contra la moral, infamia ἀνδρὸς ἀδικίαν αἰσχύνεται se avergüenza de la deshonra del hombre E.Io 341, τῆς σῆς γυναικὸς ἀ. el adulterio de tu esposa E.Or.650
•abs. falta χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην 2Ep.Cor.12.13
•c. gen. obj. daño, perjuicio esp. en fórmulas legales πάντα τὰ ... ἐπὶ τῇ ἡμῶν ἀδικίᾳ πραχθέντα POxy.1203.24 (I d.C.), cf. BGU 1123.11 (I a.C.), ἐπ' ἀδικίῃ τῆς πόλεως en perjuicio de la ciudad, Athena 20.1908.279 (Quíos V a.C.), cf. IG 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), tb. c. dat. ἐπ' ἀδικίᾳ τῇ Ἀπολλωνίᾳ PTeb.104.23 (I a.C.)
•malos tratos ἀ. καὶ ὕβρεις Plb.10.37.8.
B suspensión de causas judiciales διὰ πολέμου Arist.Oec.1348b11.
English (Abbott-Smith)
ἀδικία, -ας, ἡ (< ἄδικος), [in LXX for עָוֹן, פֶּשַׁע, עָוֶל, etc. ;]
1.injustice: Lk 18:6, Ro 9:14.
2.unrighteousness, iniquity: Jo 7:18, Ac 8:23, Ro 1:18, 29 2:8 6:13, II Ti 2:19, I Jo 1:9 5:17; opp. to ἀλήθεια, I Co 13:6, II Th 2:12; to δικαιοσύνη], Ro 3:5; ἀπάτη τῆς ἀ., II Th 2:10; μισθὸς ἀδικίας, Ac 1:18, II Pe 2:13,15; ἐγράται τῆς ἀ., Lk 13:27; μαμωνᾶς τῆς ἀ., Lk 16:9; κόσμος τῆς ἀ., Ja 3:6; οἰκονόμος τῆς ἀ., Lk 16:8.
3.= ἀδίκημα, an unrighteous act: ironically, a favour, II Co 12:13; pl., He 8:12 (Cremer, 261; MM, VGT, s.v.). †