λατομέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(6_2) |
(strοng) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱτομέω''': [[κόπτω]], [[ἐξάγω]] λίθους, πέτρας λ. Διόδ. 5. 39· μεταφ., λ. ἐκ τῆς κοιλίας Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα 135. II. λ. λάκκον, πελεκῶ, [[σκάπτω]], Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΑ΄, 33). | |lstext='''λᾱτομέω''': [[κόπτω]], [[ἐξάγω]] λίθους, πέτρας λ. Διόδ. 5. 39· μεταφ., λ. ἐκ τῆς κοιλίας Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα 135. II. λ. λάκκον, πελεκῶ, [[σκάπτω]], Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΑ΄, 33). | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from the [[same]] as the [[first]] [[part]] of [[λαξευτός]] and the [[base]] of [[τομώτερος]]; to [[quarry]]: [[hew]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
A quarry, γῆν Posidon.57 J.; πέτραν IG42(1).122.25 (Epid.), cf. D.S. 5.39; λίθους PCair.Zen.499.38 (iii B.C.), Antig.Mir.161: abs., PCair.Zen.296.34 (iii B.C.), Agatharch.25, J.AJ8.2.9:—Pass., λελατόμηται PPetr.2p.12 (iii B.C.); τὰ -ούμενα θραύματα D.S.3.12. II λ. λάκκον hew it out, LXXEx.21.33, cf. De.6.11 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομέω: κόπτω, ἐξάγω λίθους, πέτρας λ. Διόδ. 5. 39· μεταφ., λ. ἐκ τῆς κοιλίας Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα 135. II. λ. λάκκον, πελεκῶ, σκάπτω, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΑ΄, 33).
English (Strong)
from the same as the first part of λαξευτός and the base of τομώτερος; to quarry: hew.