περιαστράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[περί]] and [[ἀστράπτω]]; to [[flash]] [[all]] [[around]], i.e. [[envelop]] in [[light]]: [[shine]] [[round]] ([[about]]).
|strgr=from [[περί]] and [[ἀστράπτω]]; to [[flash]] [[all]] [[around]], i.e. [[envelop]] in [[light]]: [[shine]] [[round]] ([[about]]).
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist περιηστραψα (Relz L περιεστραψα ([[see]] Buttmann, 34 f (30) and Tdf. s [[note]])), to [[flash]] [[around]], [[shine]] [[about]], ([[περί]], III:1): τινα, [[περί]] τινα, 4 Maccabees 4:10); ecclesiastical and Byzantine writings.)
}}
}}

Revision as of 18:09, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαστράπτω Medium diacritics: περιαστράπτω Low diacritics: περιαστράπτω Capitals: ΠΕΡΙΑΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: periastráptō Transliteration B: periastraptō Transliteration C: periastrapto Beta Code: periastra/ptw

English (LSJ)

   A flash around, φῶς π. τινά Act.Ap.9.3, cf. Jul.Or.4.131a; περί τινα Act.Ap.22.6: abs., ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις LXX 4 Ma.4.10.    2 dazzle, ὁ ἀνὴρ περιαστράπτεται ὑπὸ κάλλους is dazzled with beauty, Junc. ap. Stob.4.50.95, cf. Gal.19.220.

German (Pape)

[Seite 569] ringsum blitzen, Sp., wie N. T.; auch übertr., περιαστράπτεσθαι ὑπὸ τοῦ κάλλους, Iunc. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

περιαστράπτω: ἀστράπτω περί τινα, ἐξαίφνης τε αὐτὸν περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 3· ὡσαύτως, περί τινα αὐτόθι κβ΄, 6. 2) θαμβώνω, τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα Βασιλ. Ὁμιλ. Β΄ ἐν τῷ Ἑξαημ. ὑπὸ κάλλους καὶ ἡδονῆς περιαστράπτεσθαι λέγουσαι τὸν ἄνδρα, ἔχειν περὶ ἑαυτὸν λάμψιν τινά, ἀπαστράπτειν ἐκ καλλονῆς, Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 117, 9 (τ. 3, σ. 447 Gaisf).

French (Bailly abrégé)

illuminer d’éclairs tout autour.
Étymologie: περί, ἀστράπτω.

English (Strong)

from περί and ἀστράπτω; to flash all around, i.e. envelop in light: shine round (about).

English (Thayer)

1st aorist περιηστραψα (Relz L περιεστραψα (see Buttmann, 34 f (30) and Tdf. s note)), to flash around, shine about, (περί, III:1): τινα, περί τινα, 4 Maccabees 4:10); ecclesiastical and Byzantine writings.)